Ιάκωβος Μωϋσιάδης : Ένα ακαδημαϊκός… μουσικός της πιάτσας!
Η ρεμπέτικη μουσική για μένα είναι τόσο ένα τρόπος ζωής και έκφρασης συναισθημάτων, σκέψεων, βιωμάτων και παράλληλα είναι και ένα γνωστικό πεδίο μέσα στο οποίο προσπαθώ να μάθω και να βρω λύσεις σε καίρια ερωτήματα.
Ο Ιάκωβος Μωϋσιάδης είναι ένας πολυτάλαντος νέος μουσικός που μέσα σε μια ώρα συνέντευξης δεν σταμάτησε λεπτό να με ξαφνιάζει! Με σπουδές στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών Κέρκυρας και μεταπτυχιακές σπουδές στο ΠΑΜΑΚ στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης, δεν είναι απλά ένας ακόμη νεαρός που παίζει μπουζούκι και πολίτικο λαούτο στη Θεσσαλονίκη, είναι ένας γνώστης της αστικής λαϊκής και παραδοσιακής μουσικής σε ακαδημαϊκό επίπεδο, με αγάπη για το αντικείμενο και ανοιχτή ματιά σε κάθε είδους πειραματισμό και νέες συνθέσεις που συμβάλλουν στην καλαίσθητη εξέλιξή της. Ένας νεαρός που σίγουρα στα επόμενα χρόνια έχει να δώσει πολλά στη μουσική σκηνή της πόλης και κατ’ επέκταση στους ακροατές της.
-.-
Να σ’ ευχαριστήσω που παραχωρείς συνέντευξη στο περιοδικό μας και να ξεκινήσω με την κλασική ερώτηση που γίνεται σε τέτοιες συνεντεύξεις.. Πότε ήταν η πρώτη σου επαφή με τη μουσική ;
Εγώ ευχαριστώ για τη σημερινή συνέντευξη. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πτολεμαΐδα από γονείς ποντιακής καταγωγής. Ο παππούς μου από τη μεριά του πατέρα μου, πριν έρθει από το Πόντο έπαιζε βιολί σε κοινωνικές εκδηλώσεις, γάμους, βαφτίσια, πανηγύρια, γλέντια… το ίδιο έκανε και όταν εγκαταστάθηκαν πλέον στο Ανατολικό Πτολεμαΐδας. Από εκεί τόσο ο πατέρας μου, ο οποίος παίζει ποντιακή λύρα, όσο και τα υπόλοιπα μεγαλύτερα αδέρφια μου, με πολύ βιωματικό τρόπο έπαιζαν μουσική, άκουγαν, χόρευαν… αυτό πέρασε και στην δική μου και μνήμη με την ίδια φυσικότητα. Η μητέρα μου, επίσης, τραγουδά και παίζει ακορντεόν, οπότε και οι δύο γονείς συντέλεσαν στο να έρθω σε επαφή με τη μουσική από πολύ μικρή ηλικία.
Φαντάζομαι έπαιξε ρόλο και η πολυπολιτισμικότητα της περιοχής στο να ‘ρθεις σε επαφή με τη ποντιακή μουσική αλλά και την μουσική γενικά της ‘’προσφυγιάς’’ όπως θα την ονομάζαμε ..
Ακριβώς! Υπάρχει ένα ιδιαίτερο κράμα προσφύγων και ντόπιων στην Πτολεμαΐδα, που με τα χρόνια έχουν ζυμωθεί μεταξύ τους, όπως και από άλλα μέρη της Ελλάδας που έχουν αναμιχθεί μέσω γάμων, που πλέον βλέπεις ανθρώπους να χορεύουν, να γλεντάνε, να παίζουν και να ακούν τα πάντα. Επομένως, αν κατάγεσαι από εκεί έχεις πολλές επιρροές από την παραδοσιακή μουσική σχεδόν από όλο τον ελλαδικό χώρο.
Το πρώτο μουσικό όργανο το οποίο έπιασες στα χέρια σου ποιο ήταν, ξεκίνησες κατευθείαν με το μπουζούκι ;
Όχι, το πρώτο μουσικό όργανο ήταν η ποντιακή λύρα, σε ηλικία των εφτά ετών. Αναμενόμενο γεγονός… Ακολούθησα σπουδές στην κλασική κιθάρα στο Βαρβούτειο Δημοτικό Ωδείο Πτολεμαΐδας, αλλά γρήγορα πέρασα στο μπαγλαμά. Ξεκίνησα, ουσιαστικά σπουδές γύρω στα 11 μου και λίγο αργότερα έπιασα και το μπουζούκι. Τα τελευταία 5 χρόνια παίζω λάφτα (πολίτικο λαούτο), και νιώθω έναν ιδιαίτερο συντονισμό με αυτό το όργανο, σε σημείο να θεωρώ ότι πλέον ίσως να είναι το κυρίως όργανό μου.
Μιλήσαμε προηγουμένως για την πρώτη σου επαφή με τη μουσική και είπαμε για τις προσφυγικές επιρροές που δέχτηκες λόγω καταγωγής και περιβάλλοντος. Πώς κατέληξες να ασχοληθείς με τη ρεμπέτικη – παραδοσιακή μουσική;
Ήμουν 14 χρονών, έπαιζα ήδη μπαγλαμά 2-3 χρόνια, και έτυχε να πέσουν στα χέρια μου 3 cd’s του πατέρα μου από το περιοδικό «Δίφωνο», τα οποία θυμάμαι μέχρι και σήμερα τους τίτλους τους. Ήταν ‘’Ελκυστικών ήχων εραστές’’, ‘’Τα σκληρά’’ και ‘’Ρεμπέτικο χωρίς λογοκρισία’’. Σαν έφηβος άκουσα για πρώτη φορά Μάρκο, Δελιά, Μπάτη, Ρόζα, Ρούκουνα, Κάβουρα, Τούντα, Περιστέρη, Νταλγκά και όλους τους μεγάλους συνθέτες και παίχτες αυτού που ονομάζουμε ρεμπέτικο και σμυρναίικο τραγούδι. Από τότε γοητεύτηκα και ξεκίνησα να ψάχνω το ρεμπέτικο τραγούδι βαθύτερα και σε ιστορικό, και σε κοινωνικό αλλά και θεωρητικό επίπεδο. Άρχισα να αγοράζω βιβλία, cd’s, να ψάχνω ηχογραφήσεις παλιές κλπ. Σιγά σιγά και μέσω αυτή της τριβής πέρασα στο τρίχορδο μπουζούκι.
Πόσο εύκολο ήταν για ένα παιδί της επαρχίας, να ‘ρθει σε επαφή με τη ρεμπέτικη μουσική; Υπήρχαν δυνατότητες, ερεθίσματα γύρω σου ώστε να εμβαθύνεις θεωρητικά και τεχνικά;
Γεννήθηκα το 1990, οπότε το διαδίκτυο ήταν άμεσα προσβάσιμο στη γενιά μας. Η αλήθεια είναι ότι ενώ στην Πτολεμαΐδα υπάρχει αυτό το πλούσιο ηχογεολογικό τοπίο όπως αναφέραμε, δεν υπήρχε ιδιαίτερη παράδοση πάνω στη ρεμπέτικη μουσική. Εκείνη τη εποχή ήταν στα φόρτε της η λαϊκή μουσική, οι κακές επανεκτελέσεις και το σκυλάδικο… η κοινότητα της πόλης που ασχολείται ενεργά με το ρεμπέτικο ήταν και είναι πολύ μικρή. Αξίζει να αναφερθεί ο φίλος Γιάννης Περπερίδης (Aptallica) που κρατά με νύχια και με δόντια το ρεμπέτικο ιδίωμα στην πόλη. Υπήρχε φυσικά και αυτό που θα λέγαμε καλό λαϊκό τραγούδι, από παρέες μερακλήδων στις ταβέρνες και στα στέκια μουσικών… Ένα από αυτά υπάρχει μέχρι σήμερα «Στέκι Μουσικών – Ο Μπάμπης». Κάθε Σαββάτο πρώι λοιπόν έπρεπε να φεύγω από την Πτολεμαΐδα και να έρχομαι Θεσσαλονίκη για να κάνω μαθήματα στο μπουζούκι με το Λευτέρη Τσικουρίδη, ο οποίος είναι ο καθηγητής μου μέχρι και σήμερα στο μεταπτυχιακό μου στο ΠΑΜΑΚ.
Θέλεις να μας μιλήσεις λίγο για το δάσκαλό σου;
Ήταν ο άνθρωπος που με βοήθησε στο να καταλάβω τι θέλω να κάνω. Η συμβολή του πάνω στη σπουδή του μπουζουκιού και της μουσικής γενικότερα είναι πολύ ουσιαστική για μένα και νιώθω πολύ τυχερός που βρέθηκα κοντά του. Ουσιαστικά μου άνοιξε τα μάτια, με έκανε να σκέφτομαι σαν μουσικός και όχι σαν μπουζουξής. Ακούγεται περίεργο αυτό, αλλά πολλές φορές οι μπουζουξήδες είναι βιωματικοί και αυτοδίδακτοι παίχτες και παίζουν μόνο το ρεπερτόριο του μπουζουκιού… αυτό ίσως τους κάνει να είναι κλειστοί σε ότι αφορά το ύφος και τη μουσική τους ματιά γενικότερα. Δεν το λέω κατηγορηματικά, απλά το σημειώνω. Το μουσικό όργανο λειτουργεί ως μέσο για να παίξεις μουσική, να παίξεις οτιδήποτε θέλεις, σου αρέσει ή κουβαλάς μέσα σου. Όλη η προετοιμασία μου για την εισαγωγή στις πανεπιστημιακές σχολές Μουσικής έγινε μαζί με το Λευτέρη.
Στη συνέχεια πέρασες στη Κέρκυρα στο τμήμα Μουσικών σπουδών, στο οποίο δεν υπάρχει τμήμα παραδοσιακή μουσικής, θέλει να μας μιλήσεις λίγο για τις σπουδές σου και πως σε βοήθησαν στην εξέλιξη σου σαν μουσικό;
Η σπουδή μου στο Ιόνιο πανεπιστήμιο ήταν πάνω στη μουσική παιδαγωγική, διδακτική και μουσική ψυχολογία, με την κ. Ζωή Διονυσίου, την κ. Ιωάννα Ετμεκτσόγλου και άλλους πολύ καλούς καθηγητές. Τελειώνοντας τις σπουδές μου συνειδητοποίησα ότι η διαδικασία της διδακτικής μου αρέσει και με ολοκληρώνει σαν άνθρωπο και πολύ περισσότερο σαν μουσικό. Το να πρέπει να βάλεις σε τάξη την γνώση ή την πληροφορία που έχεις στο κεφάλι σου, ώστε με τον σωστό τρόπο να μπορέσεις να την μεταδώσεις στον εκάστοτε μαθητή ή στο σύνολο της τάξης, είναι πραγματικά από τις πιο παραγωγικές διαδικασίες. Οπότε προσπαθώ ότι γνώση αποκομίζω από σεμινάρια ή ατομικά μαθήματα, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, να την αφομοιώνω, να την επεξεργάζομαι και να την διαμορφώνω έτσι ώστε να μπορεί να μεταφερθεί με το καλύτερο τρόπο στους μαθητές. Η θεωρία και η πράξη στο μυαλό μου είναι ένα, οπότε προσπαθώ τα μαθήματα να έχουν αυτή την ισορροπία.
Επειδή έχω καταγωγή από τη Κέρκυρα και γνωρίζω ότι η ρεμπέτικη μουσική δεν βρίσκεται στη κουλτούρα του νησιού, παρότι είναι ένα νησί με πλούσια μουσική παράδοση και ιδιαίτερη ντοπιολαλιά, πολύ ρυθμική. Ήταν εκεί που έπαιξες τα πρώτα σου live; Και αν ναι, πως αντιμετωπίστηκες από το κοινό;
Εκεί ξεκίνησα τα πρώτα live. Πρώτη φορά έπαιξα το 2009 με τον Σωτήρη Λέτσιο από Καρδίτσα, ο οποίος έπαιζε κιθάρα και τη Πηνελόπη Φράγκου στο τραγούδι. Παίζαμε προπολεμικά και μεταπολεμικά ρεμπέτικα.
Και η ανταπόκριση του κερκυραϊκού κοινού ;
Ήταν δύσκολα. Αυτό που τους άρεσε στα αυτιά ήταν τα ματζόρε. Το ρεμπέτικο ήταν δύσκολο άκουσμα. Όταν παίζαμε Δελιά ή Βαμβακάρη ή κανα σμυρναίικο που η θεματολογία του τραγουδιού μπορεί να ήταν οι φυλακές ή το χασίσι, ή είχε ξένα διαστήματα για την μουσική τους παράδοση, μας έλεγαν χαρακτηριστικά: ‘’παίξτε κάτι πιο σοβαρό’’…
Πιο σοβαρό από τη φυλακή ή την εξάρτηση ;
Ναι, όντως… Αλλά αν τους έπαιζες κάτι σε Τσιτσάνη, Μητσάκη ή Ζαμπέτα, γενικότερα γνωστά τραγούδια σε ματζόρε χρώμα τους ήταν πολύ γνώριμο, ήταν οκ… Έτσι τους κερδίζαμε και στο ενδιάμεσο χώναμε και πράγματα που μας άγγιζαν εμάς. Προσπαθούσαμε να χτίσουμε πάνω σε αυτό και πιστεύω ότι κάναμε αρκετά καλή δουλειά. Αποκτήσαμε και ντόπιο κοινό, πέρα από τους φοιτητές, το οποίο μεγάλωνε και πλέον έχει γίνει μια ζεστή κοινότητα και όποτε πηγαίνω Κέρκυρα, πάω με μεγάλη χαρά. Από το 2008 έως και το 2014 ίσως βάλαμε και εμείς ένα μικρό λιθαράκι σε αυτό που θα λέγαμε ρεμπέτικη κοινότητα στην πόλη της Κέρκυρας σήμερα.
Δεν υπήρχε ρεμπέτικη κοινότητα πριν από εσάς δηλαδή ;
Θα ήταν ψέμα να πω κάτι τέτοιο. Το πρώτο λίθο, το είχε βάλει μια προηγούμενη φουρνιά φοιτητών, η οποία περιλαμβάνει και το καθηγητή μου, το Λευτέρη Τσικουρίδη, μαζί με τον Μάνο Ταβλάκη, τον Μιχάλη Καταχανά και άλλους. Αυτή η φουρνιά έφυγε το 2000 περίπου και για τα επόμενα 8 χρόνια πριν πάμε εμείς δεν υπήρχε έντονη δραστηριότητα. Στο σήμερα ένας φίλος μας, ο Δημήτρης Καπουράνης ή Μπλέκος στην πιάτσα, έχει ανοίξει έναν καφενέ ‘’Ο Μπερντές’’ ονομάζεται, όπου είναι must μαγαζί για ρεμπέτικα, όπως είναι και το τσιπουράδικο πίσω από τα Δικαστήρια που έχει ο Μουζιούρας. Εκεί θα πετύχει κανείς και τον κυρ-Κώστα τον Πανάρετο, μία ιδιαίτερη φιγούρα ανθρώπου, κεραμίστας και οργανοποιός, πολύ μερακλής και πολύ καλός φίλος. Αξίζει να τον γνωρίσεις!
Για να απαντήσω και στην αρχική ερώτηση, σαν πρώτη αίσθηση παρά τις δυσκολίες ήταν πολύ ωραία.
Να έρθουμε στο σήμερα σιγά σιγά και στη Θεσσαλονίκη.. Εδώ φαντάζομαι το κοινό είχε εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση του ρεμπέτικου τραγουδιού..
Θα ‘θελα να αναφέρω, ότι πρώτα γύρισα στη πόλη μου για ένα χρόνο, την Πτολεμαΐδα, και έζησα και εκεί την πιάτσα και είδα τις διαφορές που υπάρχουν στο κοινό από τόπο σε τόπο.
Μετά πήγα φαντάρος στην Κύπρο και είδα και εκεί πώς είναι το κοινό και η ρεμπέτικη κοινότητα. Γνώρισα κόσμο, παίχτες, οργανοποιούς, μπάντες, είδα τις διαφορές στην επιλογή του ρεπερτορίου, στο πως γλεντάει ο κόσμος… Κάθε περιοχή έχει την παράδοση, την κουλτούρα της και αντιμετωπίζει διαφορετικά το ρεμπέτικο.
Εξετάζοντας και άλλες παρόμοιες εμπειρίες από παιξίματα σε διάφορα μέρη της χώρας συνειδητοποίησα ότι σε μεγάλο βαθμό, κοινό και παίχτες που ασχολούνται από επιλογή με το ρεμπέτικο και δεν το κάνουν λόγω μόδας αλλά με συνέπεια, έχουν ανεπτυγμένη πολιτική συνείδηση. Στο κοινό της Θεσσαλονίκης, πολύ μεγαλύτερο και μυημένο στο ιδίωμα, είναι ακόμα πιο εμφανές αυτό. Επίσης σου δίνεται η δυνατότητα να παίξεις ακόμα περισσότερα πράγματα, διαφορετικά στυλ από τις περιόδους του ρεμπέτικου, αφιερώματα σε συνθέτες ή παίχτες κλπ.
Στην πόλη βρίσκομαι τα τελευταία δύο χρόνια και κάνω ένα μεταπτυχιακό με ειδίκευση στο τρίχορδο μπουζούκι, όπου εκεί ασχολούμαι με τα κουρδίσματα (ντουζένια), τη χρήση τους και τον «ανοιχτό» τρόπο παιξίματος του οργάνου.
Θα ‘θελες να μας μιλήσει λίγο πάνω σε αυτό;
Ασχολούμαι με το πώς παιζόταν ο ταμπουράς στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στις κατά τόπους παραδόσεις του ελλαδικού χώρου και της ανατολικής Μεσογείου κατ’ επέκταση, ποιες διαφορές έχει σε σχέση με το σημερινό μπουζούκι κατασκευαστικά και κυρίως στον τρόπο παιξίματος και στα κουρδίσματα. Και όλο αυτό με ενώνει με εκείνο το πρώτο νήμα, όπως είπα, με την εφηβική μου ηλικία και τα CD’s του Δίφωνου, που με έσπρωξε σε αυτό το είδος και άρχισα να ψάχνω όλο και πιο πίσω την ιστορία της ρεμπέτικης μουσικής και του μπουζουκιού.
Για να γυρίσουμε στη προηγούμενη ερώτηση, η Θεσσαλονίκη σήμερα πώς αντιμετωπίζει τη ρεμπέτικη μουσική; Γύρισα σε αυτή τη πόλη μετά από μια δεκαετία και τη βρήκα να φυτοζωεί οικονομικά.. Έχει επηρεαστεί η νύχτα από αυτό;
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που η ρεμπέτικη μουσική ανθεί και σε καιρό κρίσης όπως σήμερα. Το κοινό είναι ψαγμένο γνωρίζει τι ακούει και υπάρχουν πολλές επιλογές τόσο σε σχήματα όσο και σε ρεπερτόριο.
Γενικά, τα μαγαζιά που βάζουν live μουσική έχουν αυξηθεί για τους πελάτες προσπαθώντας να προσελκύσουν κόσμο. Υπάρχουν πολλά καλά σχήματα που καταφέρνουν να βιοπορίζονται από αυτό. Σε ατομικό επίπεδο έχει πολύ καλούς και ζηλευτούς παίχτες που θα έπρεπε να αμείβονται σίγουρα πολύ καλύτερα. Ωστόσο επειδή υπάρχει πληθώρα, τα μεροκάματα είναι χαμηλά.
Συμμετέχεις σε κάποιο σχήμα από πέρσι που βρίσκεσαι στη πόλη ή ακόμα κάνεις session παιξίματα ;
Από πέρσι έχουν συμβεί διάφορα όμορφα πράγματα και συνεργασίες που τις χάρηκα πολύ! Έχουμε ένα σχήμα που χαρακτηρίζεται από τα τραγούδια τα οποία επιλέγουμε να παίζουμε «Καφέ Αμάν και άλλα», όπως τα προμοτάρουμε. Καφέ Αμάν είναι το πρώιμο σμυρναίικο ρεμπέτικο που έχει περισσότερο βιολίστικο-ουτίστικο ρεπερτόριο. Είμαστε ο Γιάννης Διονυσίου βιολί και τραγούδι, ο Βασίλης Ζιγκερίδης κανονάκι και εγώ πολίτικο λαούτο και τραγούδι. Επίσης με αυτό το σχήμα ετοιμάσαμε και ένα αφιέρωμα στους Αντώνη Διαμαντίδη (Νταλγκά) και Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιό), δύο σημαντικούς συνθέτες και οργανοπαίχτες της περιόδου προσθέτοντας στο βιολί τον Περικλή Βραχνό. Τα session παιξίματα συμβαίνουν παράλληλα με οτιδήποτε άλλο και αν έχεις ετοιμάσει.
Υπήρξε και κάποια ιδιαίτερη συνεργασία που θα θελες να αναφέρεις;
Είχα τη χαρά φέτος να παίξουμε με τον Σταθη Αρμπατζή κιθάρα και τον Βασίλη Μπαχαρίδη ντράμς, δύο εξαιρετικούς ανθρώπους και μουσικούς, με σπουδαίες συνεργασίες και μεγάλη παρουσία στη δισκογραφία.
Υπάρχουν και κάποια άλλα πρότζεκτ τα οποία έχεις συμμετοχή; Θα ήθελες να μας μιλήσεις και λίγο γι’ αυτά;
1. Στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού μαζί με τη Βένη Αργυρίου στο σαντούρι, τον Κωστή Κυριτσάκη στη κρητική λύρα και τον Γιάννη Ριζόπουλο στα κρούστα έχουμε φτιάξει τους «Almost trio» αν και είμαστε κουαρτέτο. Είχαμε πρόσφατα την πρώτη μας εμφάνιση στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης σε συναυλία του μεταπτυχιακού.
2. Επίσης ετοιμάζουμε ένα πιο ηλεκτρικό τρίο με δικές μας συνθέσεις με τους Χρήστο Θωμαΐδη στο μπάσο και Γιάννη Ριζόπουλο στα κρουστά, το οποίο ευελπιστούμε να εκτεθεί μέσα στο φθινόπωρο του 2018.
3. Ένα τρίτο πρότζεκτ είναι τα «24 Γράδα». Μια μπάντα από Πτολεμαΐδα που έχω την τύχη να συμμετέχω, με τους Γιάννη Παληό και Γρηγόρη Βακιρτζή να είναι ο πυρήνας.
4. Να αναφέρω στην θεατρική ομάδα «Κολχίς» που συμμετέχω ως μουσικός, στην παράσταση «Το σύνδρομο του επιζήσαντα». Η παράσταση πραγματεύεται με σπονδυλωτή εξέλιξη την γενοκτονία των Ποντίων, Αρμενίων, Ασυρίων και Μικρασιατών.
5. Τέλος, θα ήθελα να αναφέρω δύο ακόμα ομάδες που είμαι ενεργό μέλος. Τους ‘’Ανέβα μήλο-Κατέβα ρόδι’’, μια ομάδα μουσικοπαιδαγωγικών δράσεων η οποία απαρτίζεται από φοιτητές και κάνει παραστάσεις για παιδιά με παραδοσιακά ταχταρίσματα, παιχνιδοτράγουδα, νανουρίσματα και παραμύθια και δημιουργήθηκε το 2011 στο πλαίσιο της σχολής στην Κέρκυρα από την καθηγήτριά μας κ.Ζωή Διονυσίου. Και τους ‘’Κουμ-Κου Αρτ’’, μια ομάδα θεάτρου σκιών που διοργανώνει παραστάσεις Καραγκιόζη για μικρούς και μεγάλους. Με τις δυο αυτές ομάδες έχουμε κάνει παραστάσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Δεσμεύεστε από τώρα σαν ομάδα «Κουμ-Κου Αρτ» να μας παραχωρήσετε μια μελλοντική συνέντευξη για το συγκεκριμένο πολύ ενδιαφέρον πρότζεκτ.
Φυσικά και αξίζει να αναφερθεί, σε ό,τι αφορά τη σημερινή συνέντευξη, αυτό το πάντρεμα μεταξύ του θεάτρου σκιών με τη ρεμπέτικη μουσική. Το θέατρο σκιών απευθυνόταν, κυρίως, στους ενήλικες θεατές και σήμερα έχει μια εντελώς διαφορετική και επιφανειακή προσέγγιση. Αντιμετωπίζεται καθαρά σαν παιδικό θέατρο ξεκομμένο από τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα, τα οποία όμως σατίριζε το θέατρο σκιών εν τη γένεση του. Το ίδιο πράγμα με διαφορετικό τρόπο έκανε και το ρεμπέτικο της εποχής από διαφορετικό μετερίζι.
Η μια πτυχιακή μου εργασία ήταν το πώς μπορείς να πάρεις το θέατρο σκιών και να εντάξεις τα διαπολιτισμικά του στοιχεία μέσα στην εκπαίδευση, ποια είναι αυτά και πώς μπορείς να τα αναδείξεις.
Σαν ομάδα έχετε συμμετάσχει σε φεστιβάλ ή δράσεις;
Συμμετέχουμε αφιλοκερδώς σε διάφορες εκδηλώσεις. Παίζουμε κυρίως για σχολεία, συλλόγους, αυτοδιαχειριζόμενα στέκια και κινήσεις πολιτών. Έχουμε παίξει στις Σκουριές (Χαλκιδική), στον Ίσσο (Κέρκυρα) και σε άλλα μέρη για τη συλλογή τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης. Το ρεπερτόριο είναι είτε κλασικό, προσαρμοσμένο πάντα στο σήμερα, είτε σύγχρονο έργο που το γράφει ο καραγκιοζοπαίχτης ή ο θιασάρχης. Εκεί παίζω και επιμελούμαι την μουσική της παράστασης σε συνεργασία με όλη την ομάδα και μερικές φορές πιάνω μια φιγούρα που με απεικονίζει πίσω από το μπερντέ.
Τέλος, θα ‘θελα να κάνω μια προσωπική ερώτηση σε ό,τι αφορά τη ρεμπέτικη μουσική.. Τι εκφράζει για σένα η ρεμπέτικη μουσική;
Το ρεμπέτικο στην πηγή του έχει προσφυγικές καταβολές. Ήταν ο τρόπος έκφρασης μια μάζας του περιθωρίου συχνά με αντι-εξουσιαστικό χαρακτήρα και τρόπο ζωής. Αυτός ο τρόπος ζωής με γοητεύει και ιδεολογικά γιατί σαν μουσικός προσπαθώ να μη δίνω ένα φθηνό και εύπεπτο ρεπερτόριο αλλά κάτι το οποίο από πίσω να έχει και πολιτική άποψη και στάση.
Ύστερα είναι και οι σπουδές μου πάνω στη ρεμπέτικη μουσική. Θεωρώ πολύ σημαντικό στοιχείο ότι η ρεμπέτικη μουσική έχει μπει στη ακαδημαϊκή κοινότητα. Μια λαϊκή μορφή τέχνης, έχει περάσει στα πανεπιστημιακά έδρανα, δημιουργώντας μια σειρά από νέα ερωτήματα και προβληματισμούς, τα οποία δεν έχουν απαντηθεί και μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί για την απάντησή τους μέσω της έρευνας στα πλαίσια της ακαδημαϊκής κοινότητας. Για την ακρίβεια τα ερωτήματα απαντώνται κυρίως με προσωπική μελέτη με αφορμή την ακαδημαϊκή εργασία. Κατ’ επέκταση αυτό έχει σχέση και με την διδακτική του ιδιώματος. Το μόνο μείον που μπορώ να βρω σε αυτό είναι κάποιος να βυθιστεί στην θεωρητική γνώση χωρίς να είναι και βιωματικός παίχτης, οπότε θα συμβούλευα να υπάρχουν και τα δύο ισόποσα μέσα στον άνθρωπο που θα ασχοληθεί είτε σε ακαδημαϊκό επίπεδο είτε σε βιωματικό επίπεδο και αυτό προσπαθώ να καλλιεργήσω και εγώ μέσα μου. Επομένως, η ρεμπέτικη μουσική για μένα είναι τόσο ένας τρόπος ζωής και έκφρασης συναισθημάτων, σκέψεων, βιωμάτων και παράλληλα είναι και ένα γνωστικό πεδίο μέσα στο οποίο προσπαθώ να μάθω και να βρω λύσεις σε καίρια ερωτήματα που απασχολούν την επιστημονική κοινότητα αλλά και τη κοινωνία ευρύτερα γύρω από τη ρεμπέτικη μουσική.
Ευχαριστούμε για ακόμα μια φορά για τη παραχώρηση της συνέντευξης τον Ιάκωβο Μωϋσιάδη και φυσικά έχουμε ανοίξει πολλά θέματα για το μέλλον σχετικά με τα πρότζεκτ και τις πολύ ενδιαφέρουσες ομάδες στις οποίες συμμετέχει.
Και εγώ σας ευχαριστώ και εύχομαι να δώσαμε αρκετή τροφή για σκέψη στους αναγνώστες της ιστοσελίδας σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο είδος μουσικής.