Kατίνα Τέντα – Λατίφη: “Δυσκολεύομαι να σκεφτώ πώς θα ήταν η Ελλάδα εάν δεν είχε δημιουργηθεί το ΕΑΜ”
Δε μπορείτε να φανταστείτε πως ήταν η Ελλάδα πριν το ΕΑΜ. Πήγαιναν οι επονίτισσες να γράψουν κοπέλες στην οργάνωση και μανάδες έτρεμαν ότι δε θα μας παντρευτεί κανείς.
Όσες μαρτυρίες κι αν ακούσει κανείς από παλιούς αγωνιστές, είναι σίγουρο πως δε χορταίνει, όχι μόνο γιατί πάντα έχει κάτι καινούριο να μάθει, αλλά επειδή καθένας έχει το μοναδικό και ξεχωριστό του ύφος. Πολλώ δε μάλλον η επονίτισα κι αντάρτισσα της Αντίστασης και του ΔΣΕ, Κατίνα Τέντα – Λατίφη, που στα 92 της χρόνια μπορεί με δίκαιη περηφάνια να κοιτάξει πίσω της και να πει πως άφησε μια σπουδαία παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Στη μεστή συνέντευξη που παραχώρησε στο popaganda και τη Μαρία Λουκά, ξετυλίγει ένα συναρπαστικό κουβάρι που ξεκινά από τη θεσσαλική ύπαιθρο και καταλήγει στη μεταπολιτευτική Αθήνα, μέσα από κυριολεκτικά μυθιστορηματικές περιπέτειες, άρρηκτα δεμένες με τις πιο κρίσιμες καμπές του 20ού αιώνα στην Ελλάδα μετά το 1940.
Αρκετά καθυστερημένα, αφότου δηλαδή οριστικοποιήθηκε η συνάντηση μας και πηγαίνοντας προς το σπίτι της, συνειδητοποίησα ότι καθώς θα αφήσουμε σε λίγες μέρες πίσω μας το 2019, θα προσπεράσουμε ήσυχα την επέτειο των 70 ετών από τη λήξη του Εμφύλιου Πολέμου. Τον Αύγουστο του 1949 ο ηττημένος χορός των ανταρτών σ’ ένα μπεργκμανικό κάδρο, διέσχιζε τα βουνά που αγάπησε και υποχωρούσε προς την Αλβανία, κληροδοτώντας μια βαριά εκκρεμότητα στο μέλλον. Αθόρυβα κύλησε αυτή η επέτειος, χωρίς τυμπανοκρουσίες και λόγους επισήμων. Την απορρόφησε η πολιτική βουή των πόλεων και η πνιγηρή σιωπή των ερειπωμένων χωριών.
Όχι γιατί επουλώθηκε, αλλά γιατί έμεινε ανοιχτή και αγιάτρευτη. Η θλίψη των ηττημένων και ο ρεβανσισμός των νικητών μπόλιασαν την κοινωνική ζωή. Ίσως κάποιοι από ντροπή ή περιφρόνηση να μη θέλουν να θυμούνται και να εξαλείφουν τα ίχνη της ιστορίας από τα βιβλία και τη μνήμη. Η Κατίνα Τέντα – Λατίφη, όμως, θυμάται.
Στα 92 της θυμάται την κάθε πλαγιά του βουνού και την κάθε γκριμάτσα των βασανιστών.
Δε βουρκώνει, ούτε αναστενάζει. Ενδεχομένως γιατί αυτή η γενιά φύλαξε ατόφιο μέσα της ,στα χρόνια της εξορίας και της προσφυγιάς, το συναίσθημα της περηφάνιας και της ηθικής υπεροχής που σφυρηλάτησε στις μεγαλειώδεις μέρες της Αντίστασης. Απλά θυμάται και εξιστορεί. Στις τρεις ώρες που διήρκησε η συνομιλία μας, το μοναδικό που αναστάτωνε τη συγκέντρωση της ήταν η έγνοια της για την ολόλευκη και κουφή γάτα της που κρύφτηκε ύπουλα σ’ ένα ράφι της βιβλιοθήκης. Τίποτα άλλο δε σκίαζε το βλέμμα της και την αδιάκοπη ροή λόγου.
Η δική μου προσοχή λοξοδρομούσε κι έπεφτε συνέχεια πάνω στη χαρακτηριστική φωτογραφία με το δίκοχο του Δημοκρατικού Στρατού και το εντυπωσιακά υψωμένο κεφάλι που απέπνεε ακλόνητη σιγουριά. Σαν έτοιμη να πεταχτεί από το χαρτί και να σε σκουντήξει, φωνάζοντας «Μη φοβάσαι». Και να σκεφτείς ότι δεν είχε καν ενηλικιωθεί. Μαθήτρια γυμνασίου ήταν όταν μπήκε στην ΕΠΟΝ, ανήλικη όταν την πήγαν εξορία στην Ικαρία αυτοί που συνεργάστηκαν με τους ναζί και έκαναν ξανά κουμάντο, ανήλικη βγήκε στο βουνό για το δεύτερο αντάρτικο. Μια ζωή στην καρδιά της ιστορίας. Εκεί που διακυβεύονταν τα μεγάλα στοιχήματα. Δίπλα σε θρυλικές προσωπικότητες όπως ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Πέτρος Κόκκαλης. Δίπλα στις υπόλοιπες αντάρτισσες του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού που βίωναν το δικό τους πρώιμο και άξαφνο φτερούγισμα χειραφέτησης.
Κι αφού τα έκανε όλα αυτά, τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της η Κατίνα Τέντα – Λατίφη, νιώθει την ανάγκη να τα πει ή για την ακρίβεια να τα γράψει. Έτσι όπως τα βίωσε, με τη δόξα και το μαράζι που εμπεριείχαν, χωρίς να τα λειάνει ή να τα γυαλίσει. Έχει εκδώσει τρία βιβλία, «Τα απόπαιδα» και το «Μακρύς ο δρόμος για την Ιθάκη» που βασίζονται στις δικές της εμπειρίες και τη μνημειώδη βιογραφία του Πέτρου Κόκκαλη. Και μπορεί καμιά φορά οι αξιολογήσεις της για το τώρα και για το τότε να ξενίζουν ή να στεναχωρούν – εγώ για παράδειγμα προσπαθούσα να της εξηγήσω τη δυναμική που έχει το στενσιλ ως street art και σύγχρονη μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας – αλλά η μαρτυρία της σε καιρούς ιστορικού αναθεωρητισμού και σχετικισμού, έχει μεγάλη αξία. Είναι η ζωντανή απόδειξη ότι οι άνθρωποι δεν πολέμησαν το λαϊκισμό, το ναζισμό πολέμησαν και αυτό δε θα τους το πάρει κανείς πίσω.
Αυτή είναι η γλυκόπικρη αφήγηση μιας αντάρτισσας
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Αλμυρό. Έκατσα εκεί μέχρι τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου. Μετά ο Αλμυρός με ξέρασε. Γι’ αυτό μετέπειτα δεν έκανα ποτέ εκεί παρουσίαση βιβλίου. Πηγαίνω μόνο καμιά φορά, επειδή είναι οι τάφοι των γονιών μου. Δεν προερχόμουν από οικογένεια αριστερών. Ο πατέρας μου ήταν ορφανός και δούλευε όλη μέρα για να ταΐσει εμένα, τη μητέρα μου και τον αδερφό μου. Ήμουν παιδούλα και αγνή όταν έρχονταν οι Ιταλοί για να κλέψουν τα τρόφιμα, να λεηλατήσουν και να σκοτώσουν. Αν είσαι έντιμος άνθρωπος δεν έχεις άλλη λύση παρά να ξεσηκωθείς. Αυτό έκανα. Δε σκότωσα. Αντίθετα, όταν στο θέατρο έριχναν καμιά πιστολιά, έκλεινα τα αφτιά μου από την τρομάρα. Μετά, όταν δέχτηκα τις συνέπειες της τρομοκρατίας, συνειδητοποίησα ότι τη ζωή μου δεν την κατηύθυνα εγώ.
Είχα μπει στις αντιστασιακές οργανώσεις της νεολαίας, πρώτα στα Αετόπουλα, έπειτα στην ΕΠΟΝ και τον εφεδρικό ΕΛΑΣ. Η ΕΠΟΝ έκανε θεάρεστο έργο. Τα είχε όλα, εντιμότητα, ηθική, ευγένεια, αλληλοβοήθεια. Έδωσε μάχη κατά του αναλφαβητισμού. Τότε μάθανε οι μανάδες μας και οι γιαγιάδες μας γράμματα. Και ποια ήταν η αμοιβή για τον αγώνα μας; Το κυνήγι του κράτους. Όταν μιλάμε για απελευθέρωση της Ελλάδας πιστεύω ότι πρέπει να βάζουμε εισαγωγικά, γιατί κράτησε από τις 12 Οκτώβρη μέχρι τις 3 Δεκέμβρη. Ισα – ισα που προλάβαμε λίγο να γιορτάσουμε και να χαρούμε. Μετά ήρθαν οι Άγγλοι με οργανωμένο σκοπό να μας εξοντώσουν. Η πλειονότητα του κόσμου εμπνεόταν από το έπος της Αντίστασης. Το ΕΑΜ δεν έπαιξε καθοριστικό ρόλο μόνο στην αντίσταση στον κατακτητή αλλά και στην πνευματική ανάταση του λαού. Δε μπορείτε να φανταστείτε πως ήταν η Ελλάδα πριν το ΕΑΜ. Πήγαιναν οι επονίτισσες να γράψουν κοπέλες στην οργάνωση και μανάδες έτρεμαν ότι δε θα μας παντρευτεί κανείς. Στα χωριά τα καραγκούνικα του θεσσαλικού κάμπου θέριζαν οι αρρώστιες και χρησιμοποιούσαν δοξασίες και μαντζούνια για να τις αντιμετωπίσουν. Από εκείνη την τρομερή καθυστέρηση, το ΕΑΜ πέρασε σα σίφουνας. Ταυτίστηκαν οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες με το λαό. Έβαλαν αρβύλες και περιδιάβηκαν τα χωριά. Φτιάξαμε λέσχες θεάτρου, μουσικής, ποίησης, σκάκι, μέχρι και λέσχη πινγκ – πόνγκ φτιάξαμε στον Αλμυρό. Άνοιξαν τα μάτια του κόσμου.
Για τις γυναίκες δεν το συζητώ. Έγινε μια επανάσταση μέσα στην επανάσταση. Με πικραίνει που γράφουν ότι οι γυναίκες στην Ελλάδα ψήφισαν πρώτη φορά το 1956. Δεν είναι αλήθεια. Μπορεί να μη τους αρέσει αλλά οι γυναίκες ψήφισαν πρώτη φορά για την κυβέρνηση του Βουνού το 1944. Η μάνα μου, η γιαγιά μου, κάτσανε στην ουρά και ψήφισαν. Επέδρασε καταλυτικά στην ψυχοσύνθεση τους. Δυσκολεύομαι να σκεφτώ πως θα ήταν η Ελλάδα εάν δεν είχε δημιουργηθεί το ΕΑΜ.
«Μόνο στον Αλμυρό τότε δρούσαν τέσσερις φασιστικές συμμορίες που δε μας σκότωναν μονάχα, μας μακέλευαν. Τον πρώτο μου ξάδερφο τον πήραν τη μέρα του γάμου του. Δεν του άφησαν ούτε μύτη, ούτε αφτιά. Λίγο αργότερα πέθανε.»
Όλη αυτή η προσπάθεια μετά αποκεφαλίστηκε με τον πιο βάρβαρο τρόπο. Τα σπουδαιότερα ταλέντα της χώρας διώχθηκαν, σφαγιάστηκαν, εξορίστηκαν. Υπάρχει μια πτυχή που δεν έχει αναλυθεί επαρκώς. Τότε άλλαξε η σύνθεση της υπαίθρου. Οι άνθρωποι διώχθηκαν από τα χωριά τους. Στη θέση τους κατέβηκαν άξεστοι τσοπάνηδες από το βουνό και πήραν τις περιουσίες τους. Πρόσφατα σε μια παρουσίαση του βιβλίου μου, είπε ένας ομιλητής ότι η δεξιά είχε το προβάδισμα στην τρομοκρατία. Πετάχτηκα και τον διόρθωσα. Δεν κόψαμε εμείς δύο κεφάλια κι αυτοί πέντε. Εμείς δεν κόψαμε κανένα κεφάλι. Αυτοί οργάνωσαν την τρομοκρατία, οπλίζοντας παρακρατικές οργανώσεις με αποβράσματα και συνεργάτες των ναζί. Μόνο στον Αλμυρό τότε δρούσαν τέσσερις φασιστικές συμμορίες που δε μας σκότωναν μονάχα, μας μακέλευαν. Τον πρώτο μου ξάδερφο τον πήραν τη μέρα του γάμου του. Δεν του άφησαν ούτε μύτη, ούτε αφτιά. Λίγο αργότερα πέθανε.
Εμένα πρώτη φορά με πιάσανε από τη συμμορία του Σούρλα λίγο μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Ήρθαν τη νύχτα σπίτι μου τρία άτομα, έβαλαν τα πιστόλια στο κεφάλι του πατέρα μου που δε με έδινε και με πήραν. Η μάνα μου είχε χάσει τη λαλιά της. Μου φόραγε μάλλινες φανέλες για να μη κρυώσω. Με πήγαν στο δάσος, με έδεσαν στη ρίζα ενός δέντρου, πυροβολούσαν στον αέρα και με απειλούσαν. Είχα μουδιάσει ολόκληρη. Δεν έβγαζα λέξη. Το ξημέρωμα με άφησαν. Με κυνήγησαν ξανά. Κρύφτηκα. Πέρασα ένα διάστημα στην παρανομία, πότε μόνη μου, πότε με μια συναγωνίστρια μου, την Πελαγία. Και ξέρεις ποια ήταν τα εγκλήματα μου; Ότι ήμουν υπεύθυνη στη λέσχη της ΕΠΟΝ και μίλαγα στην πλατεία με τον τηλεβόα. Που να το πεις και να σε πιστέψουν. Μας πιάσανε ξανά. Μας πήγαν στην ασφάλεια για ανάκριση. Μια μέρα με φώναξαν να δω έξω από το χώρο που μας κρατούσαν τη μάνα μου πνιγμένη στο κλάμα να μην αντέχει να ανέβει το τελευταίο σκαλοπάτι. Τη μάλωσα. Δεν ήθελα να κλαίμε μπροστά τους. Της είπα να μη ξαναρθεί άμα είναι να κλαίει. Στο κρατητήριο αρρώστησα γιατί ήταν άθλιες οι συνθήκες. Έπαθα σταφυλόκοκκο στις αμυγδαλιές και πείραξε την καρδιά μου, η βραχνάδα στη φωνή από τότε μου έμεινε. Στην αρχή ήθελαν να μας στείλουν στη Γαύδο. Ευτυχώς παρενέβησαν κάποιοι δικηγόροι και μας έστειλαν στην Ικαρία.
Στον Εύδηλο τότε ήταν εξόριστοι κάποιοι από τους ηγέτες του κινήματος μας, ο Χατζής, ο Λούλης, ο Σαμαρινιώτης και λίγες γυναίκες, μεταξύ των οποίων η μάνα του καπεταν – Μπελή. Οργανώθηκε πολύ γρήγορα η αλληλεγγύη κι εκεί, για να γίνει η συμβίωση μας πιο εύκολη. Εγώ ανέλαβα να βοηθάω τον Ρέγκα στην ψυχαγωγία. Κάποια στιγμή μαθεύτηκε ότι ερχόταν μια επιτροπή του ΟΗΕ για να ελέγξει τις καταγγελίες ότι στην Ικαρία υπήρχαν ανήλικα παιδιά και ηλικιωμένα άτομα. Έτσι μας έδιωξαν εμένα και την Πελαγία. Εμείς νομίζαμε ότι μας απέλυσαν, αλλά όταν φτάσαμε στον Πειραιά μας οδήγησαν σε μια αίθουσα στο Χατζηκυριάκειο γεμάτη κατακάθια. Ήταν συνεργάτες των ναζί από διάφορες χώρες, που εγκατέλειψαν τους τόπους τους κατά την προέλαση του Κόκκινου Στρατού και βρήκαν καταφύγιο στην Ελλάδα. Δε θέλαμε να μείνουμε εκεί ούτε στιγμή. Οι αστυφύλακες μας έλεγαν ότι θα μας γυρίσουν πίσω στον Αλμυρό, στο Σούρλα, δηλαδή κατευθείαν στο θάνατο. Δραπετεύσαμε. Ζήσαμε απίστευτες περιπέτειες με την Πελαγία, να μας κυνηγάνε, να τρυπώνουμε σε βαρέλια και ιστορίες γι’ αγρίους. Αυτά, όμως, μας είχαν ωριμάσει. Δεν ήμασταν πια κοριτσάκια. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα το 74 που με ειρωνεύονταν στο γραφείο της Ασφάλειας, τους απάντησα ότι εγώ δε γεννήθηκα από τη μάνα μου αριστερή, εσείς με κάνατε. Τον πατέρα μου δεν τον πρόλαβα. Έπαθε πρόβλημα στην καρδιά του και πέθανε. Η μάνα μου της κόπηκε η περίοδος, έπαθε κι αυτή πολλά. Νιώθω ότι μας τηγάνισαν σαν τα φαγητά, ότι μας πέρασαν πάνω από τη φωτιά. Η πολιτική παράταξη της δεξιάς είναι διαχρονικά υπόλογη γι’ αυτά τα εγκλήματα.
Τέλος πάντων, μην τα πολυλογώ, βγήκα στο βουνό το 1947. Σε μια ολόκληρη επικράτεια δεν υπήρχε ασφαλές μέρος να κρυφτούμε. Έτσι φτιάχτηκε ο Δημοκρατικός Στρατός, από ανθρώπους κυνηγημένους που δεν είχαν που να πάνε. Πήγαμε στο βουνό, γιατί εκεί ήταν γραμμένη η δική μας ιστορία. Εκεί πήρα όπλο. Όποιος έμπαινε στο ΔΣΕ, εκπαιδευόταν αμέσως. Στην αρχή δεν είχαμε πολλά όπλα. Κάναμε εισχωρήσεις στα χωριά για να βρούμε όπλα. Μετά στο Γράμμο μας τροφοδοτούσαν κι από τις σοβιετικές χώρες. Ενώ ήμουν άσος στο αυτόματο, δε μπορούσα να έχω ευστάθεια στο πιστόλι. Αυτό το πιστόλι του Μπελογιάννη που φυλάσσεται τώρα στο ΚΚΕ, όταν μου το δωσε ο Νίκος, δε μπορούσα να το σηκώσω σωστά. Εμείς δεν είχαμε θέσεις μάχης. Ήμασταν στη διάθεση του τάγματος ή της ταξιαρχίας, τρέχαμε όπου υπήρχε πρόβλημα. Ζούσαμε σε διαρκή κίνδυνο. Όταν πρωτοβγήκα στο Πήλιο, μου φώναζαν οι σύντροφοι να σκύψω γιατί ερχόταν ένα πλοίο με κανόνι. Δεν τα φοβόμουν τα πλοία και δεν έσκυψα. Μετά από λίγο εξοστρακίστηκε ένα θραύσμα στο δόντι μου. Παραλίγο θα ήμουν νεκρή από την πρώτη μέρα. Μια άλλη φορά τσουρουφλίστηκαν τα βλέφαρα μου από ένα βλήμα.
«Και μετά στο Γράμμο που ρίξανε ναπάλμ. Είδα έναν συμμαθητή μου να ουρλιάζει. Είχε πάρει φωτιά από τη μία πλευρά. Έτρεξαν να τον βοηθήσουν και ξεκολλούσαν κομμάτια δέρματος από πάνω του όταν τον άγγιζες.»
Είχαμε πολλές δυσκολίες. Η ίδια η φύση ήταν από τις μεγαλύτερες. Να κοιμάσαι στο χιόνι δυο χρόνια χωρίς στέγη και χλαίνη, μόνο με ένα αμπέχονο και μια ψιλή κουβέρτα. Έβρεχε συνέχεια, μουσκευόμασταν από πάνω μέχρι κάτω, φυσούσε μετά ο αέρας και κοκάλωναν τα παντελόνια μας. Τα πόδια μας ήταν γεμάτα πληγές. Και βέβαια οι μάχες. Η μάχη στον Αι- Ηλια της Φούρκας ήταν η κόλαση η ίδια. Και μετά στο Γράμμο που ρίξανε ναπάλμ. Είδα έναν συμμαθητή μου να ουρλιάζει. Είχε πάρει φωτιά από τη μία πλευρά. Έτρεξαν να τον βοηθήσουν και ξεκολλούσαν κομμάτια δέρματος από πάνω του όταν τον άγγιζες.
Στο μεταξύ η κατάσταση της υγείας μου επιδεινωνόταν, έπαθα ρευματικό πυρετό μετά το Γράμμο και καρδιακή διεύρυνση, γι’ αυτό άθελα μου σφύριζα όπως βάδιζα με κίνδυνο να με πάρουν χαμπάρι στις ενέδρες. Όταν περνούσαν τα στρατεύματα στο Βίτσι είχα γίνει χάλια, ούτε το όπλο μου δε μπορούσα να κουβαλήσω. Με στείλανε στην Αλβανία για ιατρική φροντίδα. Έκατσα ένα μήνα εκεί αλλά δεν είχαν τι να με κάνουν κι έτσι επέστρεψα στο Βίτσι. Με στείλανε στην υγειονομική μονάδα, υπεύθυνη νεολαίας.
Τότε γνώρισα τον Πέτρο Κόκκαλη και τον συνάντησα ξανά μερικές φορές στη Ρουμανία. Ήταν από τους πιο αξιοσέβαστους ανθρώπους στο βουνό, τόσο για την προσφορά του, όσο και για το χαρακτήρα του. Σκέψου ότι επρόκειτο για έναν περιζήτητο γιατρό με ευρωπαϊκή απήχηση που τα παράτησε όλα για να βγει στο βουνό. Μεγάλο πράγμα. Οι Γερμανοί όταν ήρθαν στην Ελλάδα ήθελαν να τον αξιοποιήσουν διότι είχε σπουδάσει δίπλα σε κορυφαίους γερμανούς γιατρούς. Αυτός όχι μόνο αρνήθηκε αλλά δήλωσε ότι θα τους εναντιωθεί. Τον κυνήγησαν άγρια. Ήταν τόσο καλός γιατρός που έκανε εγχειρήσεις σπονδυλικής στήλης μέσα στη σπηλιά χωρίς φως. Μετά από πολλά χρόνια, στην Ελλάδα πια, με βρήκε ο εγγονός του ο Πέτρος και μου είπε να γράψω το βιβλίο. Έκανα έρευνα σε βάθος 11 χρόνια κι όσο μάθαινα πράγματα γι’ αυτόν, τόσο περισσότερο ενθουσιαζόμουν. Όταν πληροφορήθηκαν οι παλιοί μας σύντροφοι από τον ΔΣΕ ότι ψάχνω για το βιβλίο, όλοι προθυμοποιήθηκαν να μου μιλήσουν και να μου δώσουν στοιχεία. Ήταν πολύ αγαπητός, γιατί συνόψιζε την ευγένεια, την επιστήμη και την προσφορά.
Εμείς στο δεύτερο αντάρτικο είχαμε πίστη, πιο ισχυρή κι από τη θρησκευτική. Στο Βίτσι, όταν χάσαμε μετά την Κορωνίδα, αμφισβητούσαμε ότι θα νικήσουμε τελικά. Είχαμε όμως μια κρυφοελπίδα. Λέγαμε κάτι θα ξέρει το κόμμα που μας κρατάει εδώ. Κατανοούσαμε ότι βρισκόμασταν πλέον σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Ωστόσο δεν επικράτησε στιγμή ο πανικός. Δεν ήμασταν ένας κουρασμένος στρατός και χωρίς ηθικό. Αυτός φάνηκε κατά την υποχώρηση μας προς την Αλβανία, πόσο συντεταγμένα έγινε. Άλλο πράγμα η Πελοπόνησσος, εκεί ήταν η μεραρχία των νεκρών. Εμείς, όμως, φύγαμε οργανωμένα, στο λόχο μας η καθεμία. Αποτελούσαμε ένα συμπαγές σώμα παρά το γεγονός ότι μας θέριζαν στα σύνορα. Εκεί συνέβη κάτι τραγικό και χάσαμε την Πατρούλα, μια φοιτήτρια Ιατρικής. Ήμασταν τέσσερα κορίτσια και προσπαθούσαμε να σηκώσουμε έναν αιχμάλωτο του Εθνικού Στρατού που είχε χτυπήσει στο πόδι του. Αυτοί, επειδή είχαν νικήσει, μας έκαναν συνεχώς επιθέσεις με τα αεροπλάνα για να μας αποτελειώσουν. Επιμέναμε, όμως, εμείς να μην αφήσουμε τον αιχμάλωτο, γιατί είχαμε αυστηρές εντολές από το κόμμα να μη σκοτώνουμε τους αιχμαλώτους, ούτε να τους αφήνουμε να πεθάνουν. Κι αυτό αποδείχθηκε κι αργότερα γιατί όλοι οι αιχμάλωτοι από τον Εθνικό Στρατό επέζησαν και συνέχισαν τις ζωές τους. Τότε σκοτώθηκε η Πατρούλα. Κι αυτός, μόλις σκοτώθηκε η κοπέλα, σηκώθηκε και περπάτησε. Κορόιδευε για να μας καθυστερήσει. Με το που περάσαμε τα σύνορα η πρώτη εικόνα που αντικρίσαμε ήταν ο άνδρας της Πάτρας που την περίμενε. Ούτε να τον παρηγορήσουμε δεν προφταίναμε. Μας έσπρωχναν οι Αλβανοί να κάνουμε γρήγορα γιατί η Φρειδερίκη έλεγε και ατομική βόμβα αν μπορούν οι δικοί της, να μας ρίξουν.
Ήμασταν συγκεντρωμένοι στο Μπουρέλι. Ήρθε η στιγμή που όλοι έφυγαν για Τασκένδη και μείναμε πίσω πέντε άτομα, η ομάδα Μπελογιάννη όπως ονομάστηκε, με σκοπό να κατέβουμε στην Ελλάδα και να βοηθήσουμε στην ανασυγκρότηση του μηχανισμού του κόμματος. Απίστευτη συγκίνηση την ώρα του αποχωρισμού. Όλοι αυτοί έφευγαν και δεν ήξεραν που πάνε κι εμείς μέναμε πίσω μόνοι μας. Ο Μπελογιάννης για να μη τον δουν να κλαίει, όλο πήγαινε τάχα σε μια γωνιά να κατουρήσει.
Δακρύζανε οι φίλες μου όταν με χαιρετούσαν. Σ’ ένα βουνό που ζούσαμε 10.000 κόσμος μείναμε οι πέντε μας. Τεράστιο κενό. Ο Μπελογιάννης που είχε τρομερό χιούμορ προσπαθούσε να μας διασκεδάσει, για να φύγει η μελαγχολία. Μετά μας πήγαν στην Πολωνία, την ομάδα Μπελογιάννη και την ομάδα Ακριτίδη που είχαν επιφορτιστεί με αυτές τις αρμοδιότητες. Ο Νίκος κατέβηκε πρώτος στην Ελλάδα, οι υπόλοιποι πήγαμε στη Ρουμανία, φτιάξαμε τη λεγόμενη σχολή Μπελογιάννη, όπου μαθαίναμε φωτογραφία, κρυπτογραφήματα, ασύρματο. Ο καθένας έφευγε όταν ερχόταν η σειρά του. Πολλά παιδιά σκοτώθηκαν από εμάς. Να σου πω την αλήθεια, βέβαια, το ζησα κάπως ξέγνοιαστα. Είχαμε πάρει απόφαση ότι μπορεί να πεθάνουμε και λέγαμε να μπούμε στην πατρίδα κι ας είναι κι έτσι.
«Ήμασταν τέσσερα κορίτσια και προσπαθούσαμε να σηκώσουμε έναν αιχμάλωτο του Εθνικού Στρατού που είχε χτυπήσει στο πόδι του. Αυτοί, επειδή είχαν νικήσει, μας έκαναν συνεχώς επιθέσεις με τα αεροπλάνα για να μας αποτελειώσουν. Επιμέναμε, όμως, εμείς να μην αφήσουμε τον αιχμάλωτο, γιατί είχαμε αυστηρές εντολές από το κόμμα να μη σκοτώνουμε τους αιχμαλώτους, ούτε να τους αφήνουμε να πεθάνουν.»
Όταν τελειώναμε τη σχολή μας έστελναν στο εργοστάσιο να δουλέψουμε. Ήταν φοβερή εμπειρία. Έχει σημασία να μην είσαι μόνο θεωρητικός και να ζεις τον κόπο του εργάτη. Εγώ πήγα σε ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στα σύνορα με τη Μολδαβία. Ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός μας που όταν τελειώναμε τη νυχτερινή βάρδια, δεν πηγαίναμε σπίτια μας αλλά βοηθούσαμε στις κοινωνικές υπηρεσίες, να φτιαχτούν παιδικοί σταθμοί. Κάποια στιγμή μάθαμε τα μαντάτα, ότι εκτέλεσαν το Νίκο. Αν στεναχωρηθήκαμε λέει; Είχα κάτσει σ’ ένα δέντρο και πέρασε κάποιος να με ειδοποιήσει. Ήταν αναμενόμενο ωστόσο. Τα λέγαμε και με το Μπελογιάννη. Και τόσο που ζήσαμε, φτάνει. Όσο και να το περιμέναμε, μας συνέτριψε συναισθηματικά ο θάνατος του.
Αμέσως μετά κατέβηκα παράνομα στην Ελλάδα για περίπου δύο χρόνια. Η αποστολή μου ήταν να υποδέχομαι τα στελέχη της ηγεσίας, το Φλωράκη, τον Κολιγιάννη και τους άλλους, να τους βρίσκω μέρη να τακτοποιηθούν. Παράλληλα έπαιζα κρυφτούλι με το κράτος. Πότε με είχανε πότε τους ξέφευγα. Όταν πήγε ο άνδρας μου το 73 στην Αθήνα για να θάψει τον πατέρα του, τον φώναξαν ο Μάλλιος και ο Μπάμπαλης στην ασφάλεια. «Που είναι το Κατινάκι σου;» τον ρώταγαν ειρωνικά και τους άκουσε που σχολίαζαν με έναν άλλον ότι προσπαθούσαν να με πιάσουν και με έχαναν.
«Όταν πήγε ο άνδρας μου το 73 στην Αθήνα για να θάψει τον πατέρα του, τον φώναξαν ο Μάλλιος και ο Μπάμπαλης στην ασφάλεια. «Που είναι το κατινάκι σου;» τον ρώταγαν ειρωνικά και τους άκουσε που σχολίαζαν με έναν άλλον ότι προσπαθούσαν να με πιάσουν και με έχαναν.»
Ο επόμενος σταθμός μου ήταν η Μόσχα. Με έστειλε ο Ζαχαριάδης για να σπουδάσω. Ήρθα σε ρήξη με τους Ρώσους. Αυτά τα περιγράφω αναλυτικά στο τελευταίο μου βιβλίο που ξεσήκωσε μεγάλες συζητήσεις. Ήταν η εποχή του 20ου συνεδρίου. Γίνονταν οι αλλαγές με άσχημο και υπόγειο τρόπο. Μπορεί να ήμουν ακόμα μικρή, εντούτοις είχα ζήσει τόσο έντονα που είχα αποκτήσει αέρα. Ήξερα να κρίνω την ηγεσία. Τα συμβάντα στην Τασκένδη ήταν λυπηρά. Άνθρωποι που έπεσαν στη μάχη ο ένας για τον άλλον, να τρώγονται για την εκλογή της ηγεσίας. Στην ΕΠΟΝ ήμασταν όλοι άγιοι, στο ΔΣΕ ήμασταν όλοι αδέρφια, στην προσφυγιά μπήκαν έριδες. Αυτό που με προφύλαξε ήταν ότι απέφευγα τα κουτσομπολιά. Ο,τι είχα να πω, το έλεγα στις διαδικασίες. Επίσης, δεν είχα κομματικές φιλοδοξίες. Διαφώνησα, λοιπόν, και πήγα στο Βουκουρέστι. Σπούδασα διεθνές εμπόριο, γνώρισα τον άνδρα μου, παντρευτήκαμε κι αποκτήσαμε μια κόρη. Ο σύζυγος μου είχε έναν αδερφικό φίλο στο Παρίσι, ο οποίος μας κάλεσε να ζήσουμε εκεί. Τον πρώτο χρόνο πέρασα πολύ άσχημα, διότι δεν είχα ιθαγένεια – μου την είχε αφαιρέσει το ελληνικό κράτος – κι όλο με διώχνανε οι Γάλλοι.
Στην Ελλάδα ήρθα το 1974 αμέσως μετά την πτώση της χούντας. Η κόρη μου ήταν πλέον 8 χρονών και είχε διαβατήριο από τον πατέρα της. Εγώ δεν είχα τίποτα. Βγήκαμε από το αεροδρόμιο, αυτή κρατούσε το διαβατήριο στο χέρι, εγώ κρατούσα το χέρι της και πάνω στην αναμπουμπούλα τα καταφέραμε. Ήθελα να δω τη μάνα μου που ήταν πολύ βασανισμένη. Μετά, βέβαια, δε με άφηναν να ξαναφύγω. «Δυο φορές μπήκες παράνομα» μου λέγανε. «Να μου δίνατε χαρτιά, να έμπαινα νόμιμα» απαντούσα εγώ. Τέλος πάντων, περάσαν αυτά. Με βοήθησαν οι φίλοι του Πέτρουλα τον πρώτο καιρό να σταθώ στα πόδια μου και να δουλέψω.
Ευχαριστημένη είμαι κυρίως επειδή επέζησα. Δεν ήταν αυτονόητο εκείνη την εποχή. Επέζησα και μπορώ σήμερα να τα διηγούμαι και να αφήνω ένα νόημα. Με στεναχωρεί πολύ που ο Εμφύλιος επισκίασε την Αντίσταση. Ούτε τα τραγούδια της δε θα ξέραμε, αν δεν ήταν ο Τζαβέλας. Έπρεπε να δώσουμε αυτή την κληρονομιά σπουδαιότητας στη νεολαία. Εντάξει, η κυβέρνηση ήταν αντιδραστική. Σιγά μη μας έβαζε στα σχολεία. Η αριστερά, όμως, όφειλε να προσπαθήσει περισσότερο, να δώσει στον κόσμο ρίζες και έμπνευση. Οι άνθρωποι δε γνωρίζουν την ιστορία τους. Εμένα μου αρέσουν οι ανοιχτές κουβέντες. Κάναμε δύο επαναστάσεις, κάναμε και λάθη, χρειαζόταν απολογισμός και να προχωρήσουμε μπροστά. Δώσαμε έναν αγώνα με ηρωισμό και περηφάνια, σταθήκαμε δίπλα στο λαό και τη φτωχολογιά αλλά έγιναν και σφάλματα. Η Συνθήκη της Βάρκιζας δεν ήταν λάθος; Λάθος τρανό ήταν, γιατί έριξε τον κόσμο στο μαχαίρι του γερμανοτσολιά.
Έζησα ευτυχισμένες στιγμές με τον άνδρα μου και το παιδί μου σε ανθρώπινο επίπεδο. Υπήρχαν και στο κίνημα έντονες στιγμές. Όταν έφυγαν οι ναζί που μπήκαμε στον πόλεμο σα νικήτριες κι ας μην είχαμε πάρει μέρος σε μάχη κι έπεσε ο κόσμος να μας φιλάει ήταν πολύ όμορφα. Ο χορός στο Γράμμο πριν τη μεγάλη μάχη ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές μου. Μαζευτήκαμε όλα τα τμήματα πριν ξεσπάσει η Κορωνίδα τον Αύγουστο του 1948. Όλοι μαζί σ’ ένα ξέφωτο με ένα φοβερό αυγουστιάτικο φεγγάρι κι άρχισαν να χορεύουν, ο Υψηλάντης με τον επίτροπο του και ακολουθεί όλο το τάγμα, πρώτα οι ασυρματιστές που σε δυο μέρες είχαν σκοτωθεί, αγόρια και κορίτσια, χόρευαν με λύρες ποντιακές και τραγουδούσαν «μη με δέρνεις μάνα με τα αργαλειού τα δίχτυα». Ονειρεύτηκα την Πλατεία Συντάγματος, ότι θα βγουν να χορέψουν εκεί, όταν το θυμάμαι ανατριχιάζω ακόμα. Και μετά όταν ήρθε ο Πωλ Ελυάρ και οι γάλλοι ποιητές στο βουνό, ανάβαμε φωτιές και χαιρόμασταν. Γενικά χορεύαμε πολύ, τραγουδούσαμε πολύ, νιώθαμε αγέρωχοι. Αυτή ήταν η διαφορά στη δική μας ψυχολογία και στους μακρονησσιώτες. Άλλο να τρως την κατραπακιά κι άλλο να έχεις το όπλο στο χέρι και να λες «κερατάδες, με κυνηγήσατε, δε θα σας αφήσω». Με ρωτούσαν μια φορά οι φοιτητές στο Παρίσι αν ήμουν ερωτευμένη. Ε 17 χρονών και δε θα ήμουν ερωτευμένη; Με όλα ερωτευόσουν, με το βλέμμα, με την παλληκαριά.
Όσο ζούσε ο άνδρας μου πηγαίναμε συνέχεια στο Γράμμο. Το ένιωθα καθήκον. 70.000 άνθρωποι χάθηκαν στα βουνά. Οι νεκροί δεν έχουν φωνή. Εμείς που ζήσαμε, όμως, πρέπει να τα πούμε. Εγώ γι’ αυτό τα λέω και τα γράφω, για να τα ξεφορτωθώ που είχε πει κάποτε ο Χοσέ Σεμπρουν στον Χέμινγουεϊ. Ό,τι μπορέσαμε κάναμε. Τώρα είναι η δική σας εποχή, μια εποχή άγριας εκμετάλλευσης. Παρότι τα πράγματα προχωρούν υπάρχει ακόμα αυτό το χαντάκι που σε βάζει αναγκαστικά να επιλέξεις.