Κωνσταντίνα Λέκκα: «Ζούμε σε καιρούς που μπορεί να σιγοτραγουδάμε το “Χωρίσαμε ένα δειλινό” και ταυτόχρονα να χωρίζουμε μέσω SMS, τόσο απρόσωπα»
Η Κωνσταντίνα Λέκκα με την αισθαντική φωνή μιλά στο κασετοφωνάκι μας για την ζωή της, το ελληνικό τραγούδι και μας λύνει την απορία γιατί σήμερα είναι δύσκολο να γραφτούν τέτοιοι στίχοι.
Η Κωνσταντίνα Λέκκα με την αισθαντική φωνή μιλά στο κασετοφωνάκι μας για την ζωή της, το ελληνικό τραγούδι και μας λύνει την απορία γιατί σήμερα είναι δύσκολο να γραφτούν τέτοιοι στίχοι.
Γεννημένη στα τιμημένα Γιάννενα από όπου μεγάλωσε και ξεκίνησε τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα μάς έρχεται η ερμηνεύτρια Κωνσταντίνα Λέκκα. Κορίτσι δροσερό, με μελωδική φωνή μας μίλησε για όλα, αρχικά στο πάρκο της Καισαριανής.Έπειτα σε μια καφετέρια και επειδή η συζήτηση πήγε σε μάκρος και βάθος, έπρεπε να τα ξαναπούμε γύρω απο ένα καφέ.
Χάρη στον πατέρα της μεγάλωσε ακούγοντας Μπάρι Γουάιτ, Φρανκ Σινάτρα και Πασχάλη Τερζή. Ένα ιδιαίτερο συνοθύλευμα απο ακούσματα και ερεθίσματα το οποίο όμως επηρέασε πολυποίκιλα την Κωνσταντίνα ώστε να μην σνομπάρει και να διαχωρίζει την μουσική σε κουτάκια.
Ήσουν παιδί του Ωδείου ή το παιδί που έμαθε μόνο του μουσική μέσα από παρέες ή κάποιο συγγενικό πρόσωπο;
Είμαι παιδί του Ωδείου. Ξεκίνησε έπειτα απο την προτροπή του πατέρα μου ανώτερα θεωρητικά πιάνο και έπειτα με μονωδία . Γύρω στα 15-16 αρχίσαμε να χαζοπαίζουμε με φίλους σε διάφορα καφενεία της πόλης. Γνώρισα πολλούς μουσικούς.
Το τραγούδι με γοήτευσε απο την πρώτη στιγμή. Σε αυτό συνετέλεσε και η γνωριμία μου με την Χαρά Καλπακίδου. Στενή μου φίλη πια και εξαιρετική τραγουδίστρια.
Το πρώτο παίξιμο έγινε στα Γιάννενα με ένα έντεχνο σχήμα. Τραγουδούσαμε Παπακωνσταντίνου, Μάλαμά, Απέργη με τους Γιάννη Μάνο, σπάνιος μουσικός, και Άρη Κόντο. Δύο κιθάρες, τρεις φωνές. Λίγο αργότερα, μπήκε ο Ηλίας Μαντικός στη μουσική μου ζωή, το παιδί-θαύμα. Αυτοί οι άνθρωποι και άλλοι τόσοι, όπως η Χρυσούλα Κεχαγιόγλου, και δεν πρόκειται να σταματήσω να κατονομάζω, αν ξεκινήσω..Με σαγήνευσαν για να ασχοληθώ με το τραγούδι.
Συνέχισα στην Θεσσαλονίκη, όπου έφυγα για σπουδές. Εκεί είδα τον επαγγελματισμό ανθρώπων συνεργατών, ιερών τεράτων και με συνεπήρε η φάση.
Γιατί ειδικά εκείνη την στιγμή και όχι νωρίτερα;
Είναι και πότε θα γνωρίσεις τα κατάλληλα άτομα. Εκεί γνώρισα τον Παναγιώτη Κουτσούρα και τον Γιώργο Λίζο, οι οποίοι τότε έκαναν ένα αφιέρωμα στο Νίκο Παπάζογλου και στον Μανώλη Ρασούλη και με ανέβασαν στο πάλκο ως ”την μικρή που θα πει και ένα τραγούδι”. Εκεί ένιωσα πως έφευγα απο τον ερασιτεχνισμό και μπήκα στον επαγγελματικό χώρο της μουσικής για τα καλά.
Είχα δουλέψει επαγγελματικά και παλιότερα, σε διάφορα μαγαζιά στα Γιάννενα αλλά εκείνη την στιγμή ένιωσα πως ήταν ένα σημαντικό βήμα.
Μετά την Θεσσαλονίκη κατέβηκες κατευθείαν στην Αθήνα όπως σχεδόν όλοι;
Έκανα μια μικρή στάση στο Βερολίνο, στην ομογένεια. Εκεί πίστευα ότι θα έμενα κάνοντας κάτι άλλο απο την μουσική, αλλά τελικά κατέληξα πάλι να παίζω σε μαγαζιά. Εκεί προσέγγισα το ρεμπέτικο περισσότερο αν και ακούγεται οξύμωρο. Κάποια στιγμή ο Θοδωρής Κουέλης με επισκέπτεται και μου προτείνει να κατέβω στην Αθήνα με σκοπό να συμμετάσχω στο δίσκο του με τίτλο ”Αγάπη”.
Κατέβηκα στην Αθήνα τελικά για μόνιμη διαμονή.
Αυτά τα τρία χρόνια και κάτι που βρίσκεσαι εδώ ποιες συνεργασίες ξεχωρίζεις και γιατί;
Σίγουρα την πρώτη μου συνεργασία με το Νίκο Γύρα, Σουζάνα Τριφιάτη και Μάνο Καλπάκη σαν σχήμα στο Tivoli με δικά μας τραγούδια. To 2017 είχα την ιδέα να ενώσω γυναικείες φωνές και να φτιάξουμε ένα ρεμπέτικο σχήμα με την Βασιλική Τσιφτσή, την Αυγερινή Γάτση και την Ελένη Κοκκάλα. Το σχήμα αυτό φιλοξενήθηκε για ένα χρόνο στον όμορφο χώρο του Πριάμου στο Χολαργό.Έπειτα γνωρίστηκα με τον Σταμάτη Κόκκοτα και συνεργαστήκαμε για ένα μικρό χρονικό διάστημα.
Αυτή την σεζόν συνεργάστηκα με τον Γιάννη Παπαβασιλείου (τον Βλάχο) έναν εξαιρετικό μπουζουξή που κρατά την παλιά παράδοση των ρεμπέτικων μουσικών όπως πρέπει.
Τραγουδάς πολλά είδη μουσική. Ποιο είναι εκείνο το είδος που θεωρείς περισσότερο ”δικό σου”;
Αν έπρεπε να επιλέξω ένα και μόνο, θα έλεγα το ελληνική λαϊκή μουσική.
Γιατί αυτή η επιλογή;
Αρχικά, γιατί μου ‘πες να πω αυστηρά μόνο ένα… Όχι, αστειεύομαι, το ρεμπέτικο τραγούδι ”μιλά” περισσότερο μέσα μου παρότι δεν βάζω πάνω μου μια συγκεκριμένη ετικέτα σαν τραγουδίστρια. Το ιδανικό για μένα θα ήταν να πήγαινα κάπου και να έβγαζα ένα πρόγραμμα με διάφορα τραγούδια. Η ιδίαιτερη ενασχόλησή μου με την ρεμπέτικη μουσική απλά έτυχε. Δεν γεννήθηκα σε σπίτι το οποίο να άκουγε επισταμμένως μόνο αυτό και τίποτα άλλο.
Με συγκίνησαν συγκεκριμένα κομμάτια, όταν κυρίως άρχισα να πρωτοεμφανίζομαι στα μαγαζιά, όπως ”Ο πασατέμπος” και το ”Αργοσβήνεις μόνη”. Μέσα στους στίχους αυτούς συναντάς πολύ ευαισθησία και ρομαντισμό που στις μέρες μας δυστυχώς λείπει.Τόσο σε προσωπικό, όσο και σε κοινωνικό-πολιτικό επίπεδο.
Ζούμε σε καιρούς που μπορεί να σιγοτραγουδάμε το ”Χωρίσαμε ένα δειλινό ”και ταυτόχρονα να χωρίζουμε μέσω SMS, τόσο απρόσωπα.
Με λίγα λόγια στο σήμερα αναπαράγουμε αυτή την μουσική επειδή μας λείπει αυτό το ρομαντικό στοιχείο εκείνης εποχής;
Ναι, σαν μέσα απο την αναπαραγωγή να ψάχνουμε την ελπίδα πως μπορεί να νιώσουμε κάποια στιγμή αυτά τα συναισθήματα των στίχων, τόσο δυνατά όπως την εποχή του ’30 ή του ’40. Εκείνες οι εποχές είχαν ένα άλλο κοινωνικο πλαίσιο το οποίο σήμερα έχει χαθεί. Υπήρχε μια εγγύτητα και οι σχέσεις ήταν πιο ανθρώπινες και αληθινές. Ίσως η επιμονή μας και η επιστροφή μας προς το ρεμπέτικο να έχει να κάνει και με αυτό το κομμάτι της επιθυμίας μας να ξυπνήσουμε την ανθρωπιά μας και την χαμένη μας ”αγνότητα”.
Σε εμένα τουλάχιστον αυτό συμβαίνει. Βρίσκω μέσα απο τους στίχους αυτούς μια άλλη πιο αγνή προσέγγιση της αγάπης, του έρωτα, του πάθους ή ακόμα και μια άλλη οπτική για την κοινωνία που ζούμε.
‘Εχεις σκεφτεί να δημιουργήσεις κάποια στιγμή ένα σταθερό σχήμα γύρω σου;
Συνήθως τα ρεμπέτικα σχήματα αλλάζουν απο σεζόν σε σεζόν, ωστόσο έχω σκεφτεί πως καλώς ή κακώς η εποχή μας απαιτεί να υπάρχει ένα όνομα ώστε να γράφεται στις αφίσες ή για να βοηθήσει κάποιον να βρει ένα τραγούδι.
Σκέφτεσαι μια δική σου προσωπική δισκογραφική δουλειά;
Αξίζει σίγουρα να δημιουργείς δικά σου πράγματα τώρα αν αξίζει να τα κυκλοφορήσεις σε δίσκο είναι μια μεγάλη κουβέντα… Υπάρχει πολύ πρωτογενές υλικό το οποίο δημιουργείται στο σήμερα. Αυτό είναι παρήγορο, δείχνει πως ακόμα υπάρχουν άνθρωποι με όρεξη και αγάπη γι’ αυτό που κάνουν. Δική μου προσωπική δουλειά ετοιμάζεται. Είναι στα σκαριά που λένε.
Θα έγραφες δικούς σου στίχους;
Δεν νομίζω πως δεν θα μπορούσα να τα καταφέρω σε αυτό το κομμάτι. Πιστεύω πως για να δημιουργήσεις στίχους χρειάζεται πολύς κόπος, βιώματα, συγκέντρωση. Νομίζω πως δεν είμαι έτοιμη να παράξω κάτι τέτοιο.
Αυτή η συστολή μήπως έχει να κάνει και με το ότι είσαι με ένα δημιουργό ο οποίος τα καταφέρνει καλά σε αυτό το κομμάτι;
Προβοκατόρικη ερώτηση αλλά δεν έχω μπει στην διαδικασία να το σκεφτώ. Βάζω τους στίχους ενός τραγουδιού ίσως πιο πάνω απο την μουσική και θαυμάζω αυτή την ικανότητα που έχει να βάζει τις σκέψεις του σε στίχους και στίχους που να αξίζουν όχι τύπου ”Να Λόλα, ένα μήλο”. Δεν έχω πλησιάσει καν μολύβι και χαρτί, δεν είμαι νομίζω ικανή για κάτι τέτοιο.
Υπάρχουν μέρες που θα ‘θελες να έκανες μια άλλη δουλειά;
Άλλη δουλειά όχι, αλλά υπάρχουν στιγμές που θέλω να μην σηκωθώ απο το κρεβάτι μου ή να μην θέλω να πω ένα τραγούδι που μπορεί να το έχω πει εκατοντάδες φορές. Συμβαίνει σε όλους μας, όποια δουλειά και αν κάνουμε. Η διαφορά είναι πως η μουσική έχει και ένα ψυχοθεραπευτικό χαρακτήρα οπότε εμείς πάμε στην δουλειά ”να παίξουμε” και όπως ερμηνεύεις ένα τραγούδι και εκφράζεσαι μέσα απο αυτό μπορεί να ξελαφρώσει και ο δικός σου καημός.
Υπάρχει κάτι καινούργιο το οποίο ετοιμάζεις αυτό τον καιρό;
Βρίσκομαι σε διαδικασία προετοιμασίας για την προσωπική μου δουλειά σε συνεργασία με πολύ καλούς μου φίλους-συνεργάτες όπως ο Θοδωρής Κουέλης, Βασίλης Μασσάλας, Αλέξανδρος Τσότσης και άλλους σημαντικούς μουσικούς της γενιάς μας.