Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη – Τζένη και Μαρξ υπήρξαν αιώνιοι εραστές, συνοδοιπόροι, σύντροφοι
“Δεν παρήγαγε αυτόνομο θεωρητικό έργο η ίδια, αλλά ήταν μια εξίσου ισχυρή προσωπικότητα δίπλα στον Μαρξ.”
Πώς ανατρέπεται στην πράξη η πατερναλιστική και λανθάνουσα μισογύνικη ρήση πως “πίσω από κάθε σπουδαίο άντρα κρύβεται μια γυναίκα;” Την απάντηση μας δίνει έμπρακτα επί σκηνής η παράσταση “Τζένη και Μαρξ”, με σκηνοθέτιδα τη Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη, βασισμένη σε αυθεντικές επιστολές του ιστορικού ζεύγους και κείμενα της Σοφίας Αδαμίδου, που μίλησε στην “Κατιούσα” μεταξύ άλλων για το πώς εμπνεύστηκε την ιδέα, τι έχει σήμερα να μας πει η Τζένη Μαρξ, τη συνεργασία της με τους συντελεστές της παράστασης και ιδιαίτερα την πρωταγωνίστρια Μαρία Κανελλοπούλου, καθώς και το αν χρειάζεται να είναι κανείς μαρξιστής για να βρει ενδιαφέρον το έργο:
Γιατί Τζένη και Μαρξ;
Πριν από κάποιο διάστημα, πηγαίνοντας στην Πάτρα, όπου ήμουν υπεύθυνη της Παιδικής Σκηνής του ΔΗΠΕΘΕ, έπαιρνα διάφορα βιβλία για να περνάει ο χρόνος στο πήγαινε-έλα με το λεωφορείο, κι έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο με τις επιστολές του ζεύγους, Τζένη και Καρλ Μαρξ. Με εντυπωσίασε ο τρόπος που ήταν γραμμένες και η ψυχική, συναισθηματική επαφή που διατηρούσαν μέσω αλληλογραφίας οι δυο τους, μολονότι ζούσαν για μεγάλες περιόδους χωριστά. Τα ιστορικά γεγονότα περνούσαν μέσα από τις επιστολές κι εξηγούσαν την εποχή. Άρχισα να σκέφτομαι πως αυτές οι επιστολές μπορούν να ανέβουν στη σκηνή. Τότε συναντήθηκα με τη Σοφία Αδαμίδου, με την οποία είχαμε συνεργαστεί και στην “Οδό Αβύσσου” και πρότεινα να δει τις επιστολές. Της άρεσαν και στην πορεία αρχίσαμε να διαβάζουμε πολλά για την Τζένη Μαρξ. Με ενδιαφέρει πολύ η προβολή της γυναικείας φωνής, να προβάλω σαν γυναίκα κι εγώ γυναικείους χαρακτήρες, σημαντικές προσωπικότητες που έπαιξαν ρόλο στην ιστορία. Μελετώντας την Τζένη Μαρξ είδα ότι είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα μορφή. Δεν παρήγαγε αυτόνομο θεωρητικό έργο η ίδια, αλλά ήταν μια εξίσου ισχυρή προσωπικότητα δίπλα στον Μαρξ. Για αυτό λοιπόν, Τζένη και Μαρξ.
Γίνεται συχνά μια συζήτηση στις μέρες μας για το αν ο Μαρξ είναι επίκαιρος ή όχι. Διασκευάζοντας το ερώτημα, έχει κάτι το ενδιαφέρον και επίκαιρο να πει στο σύγχρονο κοινό το ζευγάρι Κάρολος – Τζένη Μαρξ και οι μεταξύ τους επιστολές;
Η ερώτηση έχει δύο σκέλη. Αν ο Μαρξ είναι επίκαιρος και αν η σχέση Τζένης και Μαρξ είναι επίκαιρη. Απαντώ καταφατικά και στα δύο. Νομίζω ότι η φιλοσοφία και οι θεωρίες του Μαρξ γενικά είναι επίκαιρες περισσότερο από ποτέ, με όσα γίνονται στη χώρα μας και παγκοσμίως. Υπάρχει ένας διάλογος, μια γόνιμη αντιπαράθεση, από την οποία μπορεί να προκύψει κάτι καινούριο, μια εξέλιξη του μαρξισμού σε μια πιο σύγχρονη μορφή. Ως προς το δεύτερο σκέλος, η Τζένη και ο Μαρξ προάγουν ουσιαστικά ό,τι πιο κοντινό μπορούμε να φανταστούμε στην ιδανική σχέση. Αυτοί οι άνθρωποι υπήρξαν αιώνιοι εραστές, συνοδοιπόροι, σύντροφοι. Ένα τρίπτυχο που πολύ σπάνια το βρίσκεις σήμερα. Είχαν ιδεολογική ταύτιση, συναισθηματική-ερωτική ταύτιση, η οποία λειτουργεί ως παράδειγμα στη σημερινή εποχή με τις εφήμερες καταστάσεις και τις σχέσεις που έχουν διαρρηχθεί εντελώς.
Χρειάζεται να είναι κανείς μαρξιστής για να παρακολουθήσει το έργο ή να το απολαύσει και να πάρει τα μηνύματά του;
Καθόλου. Το έργο είναι σαφώς τοποθετημένο σε ένα ιστορικό πλαίσιο, αλλά τα πολιτικά γεγονότα είναι σε δεύτερο πλάνο. Ουσιαστικά βλέπουμε τι έζησαν αυτοί οι δύο άνθρωποι και κυρίως η Τζένη ως γυναίκα, που φέρει πολλαπλούς ρόλους: της μητέρας, της συντρόφου, της εργαζόμενης. Βλέπουμε πώς χειριζόταν όλους αυτούς τους ρόλους που της προσδίδει η φύση και η κοινωνία. Το ενδιαφέρον είναι πως το ζευγάρι πέρασε πολλά εμπόδια, βάσανα και κακουχίες, παρόλα αυτά άντεξε. Γιατί αν έχεις πραγματική δύναμη στην ψυχή σου και για τα πιστεύω σου, μπορείς να τα καταφέρεις.
Το έργο ρίχνει περισσότερο βάρος στο προσωπικό στοιχείο του ζευγαριού ή το συνδέει και με το πολιτικό;
Δίνουμε βάρος στο προσωπικό, δεμένο με το πολιτικό γιατί αυτό ακριβώς πρέσβευαν τα συγκεκριμένα άτομα. Το προσωπικό στοιχείο μπαίνει στο πρώτο πλάνο, αλλά η φιλοσοφία τους για τη ζωή γενικά διαπερνά όλη την παράσταση. Αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν ήταν τυχαίοι, έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο, κάτι που στον Μαρξ, βέβαια, ισχύει σε πολλαπλάσιο βαθμό.
Η Τζένη τι έχει να πει σε μια γυναίκα του 21ου αιώνα;
Αποτελεί σύμβολο και πρότυπο γυναίκας. Ήταν από τις πρώτες φεμινίστριες, παρούσα δίπλα στον άνδρα της με δυναμικό τρόπο, σε μια εποχή που η γυναίκα σχεδόν δεν τολμούσε εύκολα να εμφανιστεί στη δημόσια ζωή. Συγκέντρωνε στο πρόσωπό της πολλούς ρόλους, που τους αντιμετώπιζε όλους επιτυχώς, με πολλή αγάπη και δύναμη. Είναι μάνα, φοβερή σύντροφος, μπορούσε να εργάζεται ως “γραμματέας” του Μαρξ, είχε την επαγγελματική της ιδιότητα και ήταν πολύ καλή φίλη. Όπως λέει κάπου ο Ένγκελς: “αν θες να πεις για την ιδανική φίλη, θα μιλήσεις για την Τζένη Μαρξ”. Σε άκουγε και σε συμβούλευε. Ήταν μια γυναίκα-πρότυπο, πόσο πιο επίκαιρη μπορεί να είναι;
Ξεκινώντας να δουλεύουμε το κείμενο με τη Σοφία, ήταν εξαρχής καθαρό ότι στην περίπτωση της Μαρξ δεν ισχύει το: “πίσω από κάθε ισχυρό άντρα, κρύβεται μια σημαντική γυναίκα”. Η Τζένη Μαρξ δεν είναι αυτό, δεν κρύβεται πίσω από τον Μαρξ. Είναι εξίσου σημαντική προσωπικότητα, στέκεται επάξια δίπλα του ως ολοκληρωμένη προσωπικότητα.
Υπάρχει κίνδυνος από τις επιστολές αυτές να βγει μια εξιδανικευμένη εικόνα του ζευγαριού, μια επίπεδη ανάγνωση που τα δείχνει όλα ρόδινα;
Το αντίθετο. Καταρχάς, οι επιστολές αποτελούν ένα μόνο μέρος της παράστασης. Το υπόλοιπο είναι μυθοπλασία της Σοφίας Αδαμίδου, αντλώντας στοιχεία από διάφορες βιογραφίες του ζευγαριού. Αλλά η παράσταση επικεντρώνεται στην ζωή της Τζένης και του Μαρξ και στα όσα πέρασαν. Έζησαν σε τρεις μεγάλους σταθμούς, τις Βρυξέλλες, το Παρίσι και το Λονδίνο. Ακολουθούμε την Τζένη σε αυτή τη διαδρομή και σε όσα έζησε, τις απώλειες των παιδιών τους, τις εξορίες, τη μεγάλη οικονομική δυσπραγία. Το κείμενο είναι σκληρό και δραματικό -χωρίς να είναι μελό-, δεν αγιοποιεί ούτε εξωραΐζει καταστάσεις. Βλέπουμε την Τζένη άρρωστη κι ετοιμοθάνατη, να μην μπορεί να δει τον Μαρξ που είναι και αυτός άρρωστος -λογικό να είναι φιλάσθενοι με τόσες κακουχίες. Δεν μπορούν να ιδωθούν και η Τζένη ταξιδεύει στη μνήμη της, αντλεί δύναμη από τις επιστολές και τον έρωτά της για τον Μαρξ. Ζει και ξαναζεί έντονα όσα πέρασαν. Όταν σου δίνουν τελεσίγραφο να εγκαταλείψεις μια πόλη μες σε ένα 24ωρο, μόνο πανικό μπορείς να νιώσεις, τι αγιογραφία να υπάρξει;
Το γεγονός ότι ένα κομμάτι της παράστασης βασίζεται σε επιστολές, αποτελεί και σκηνοθετική πρόκληση;
Όντως είναι ενδιαφέρον πώς χτίζεις μια παράσταση γύρω από επιστολές. Δίνει την ευκαιρία να δοκιμάσεις διάφορες τεχνικές. Υπάρχουν κομμάτια αφηγηματικά και άλλα που είναι βιωματικά, πιο εσωτερικά και συναισθηματικά. Υπάρχει το παιχνίδι του μέσα και του έξω, της αφήγησης που είναι προς το κοινό και της δικής της ψυχολογικής διαδικασίας, όπου στρέφεται στον εαυτό της και ξαναβιώνει όσα είχε ζήσει. Δουλέψαμε πάρα πολύ, κάναμε 3,5 μήνες πρόβα για ένα μονόλογο όπου το περισσότερο κείμενο το έχει η Μαρία Κανελλοπούλου, αλλά συμμετέχουν και άλλοι δυο ηθοποιοί.
Ξεχωρίζετε κάποιο σημείο από τις επιστολές που σας άγγιξε περισσότερο;
Πολλά. Αλλά πιο πολύ τα ερωτικά γράμματα που αντάλλασσαν, γιατί κάποια από αυτά είναι σχεδόν σαιξπηρικά. Λέει σε κάποια στιγμή η Τζένη πχ “Φύγε φιλί μου, πέταξε στο Μαρξ”, ή ο Μαρξ γράφει “Καμία εικόνα της Παναγίας δε φιλήθηκε τόσο όσο η εικόνα σου”, ή έγραφε «πόσο ποθούσα να έχω γράμματα σου τις ατέλειωτες ώρες της θλίψης και της αγωνίας». Είχαν μια πολύ συγκινητική επικοινωνία μέσω της αλληλογραφίας τους.
Ποια είναι η ανταπόκριση του κοινού;
Παίζουμε λίγο καιρό αλλά έχουμε ακούσει πολύ καλά λόγια. Θα σταθώ στη Μαρία Κανελλοπούλου και τη σημαντική της παρουσία, γιατί εκτός από πολύ καλή ηθοποιός είναι πολιτικοποιημένο άτομο, και ό,τι λέγεται, πολιτικό ή προσωπικό, το καταλαβαίνει στο πετσί της και την ψυχή της. Είχαμε πολύ δημιουργική συνεργασία σε πολλά επίπεδα. Στην παράσταση παίζουν δύο νέα παιδιά επίσης. Ο Γιώργος Παππάς κάνει τον νεαρό Μαρξ, που έρχεται στη μνήμη της Τζένης ως νέος, και η Ματίνα Κοστιώνη ως νεαρή Τζένη. Η Μαρίλια Λέζου μας έφτιαξε σκηνικά και κοστούμια, η Νατάσα Παπαμιχαήλ μας έκανε την κίνηση, ο Νίκος Βούλγαρης τα φώτα. Και βέβαια η συγκλονιστική μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη. Το τραγούδι που έγραψε από τα ποιήματα του Μαρξ προς την Τζένη παίζει σα μοτίβο της παράσταση, ενώ χρησιμοποιούμε και άλλα κομμάτια σαν ορατόριο. Η συνεργασία με όλους τους συντελεστές ήταν μια ευτυχής συγκυρία, μια ωραία συνάντηση στο θέατρο, με κορυφαίο το κείμενο της Σοφίας Αδαμίδου.
Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
Καταρχάς μας ενδιαφέρει να πάει πολύ καλά η “Τζένη” και να ταξιδέψει και εκτός Αθήνας. Έχουμε δοθεί ολόψυχα στο έργο και θέλουμε να έρθει ο κόσμος να το δει. Όπως είπε και ο Κραουνάκης, όταν είδε την παράσταση ολοκληρωμένη πια, πέρα από ό,τι άλλο, είναι μια χρήσιμη παράσταση. Διαφέρει από τις εκατοντάδες άλλες που ανεβαίνουν και δεν το εννοώ μόνο από εικαστική-υποκριτική άποψη, αλλά ως προς την πραγματική ουσία του σκοπού του θεάτρου. Είναι ένα έργο που έχει κάτι να πει, κάτι να δείξει -όχι διδακτικά βέβαια-, που διαφέρει γιατί είναι χρήσιμο σήμερα, με όσα βιώνουμε: την απώλεια δικαιωμάτων των λαικών τάξεων, τη διάλυση των συναισθημάτων, την αλλοτρίωση των ανθρώπινων σχέσεων.
Επιπλέον, είμαι καλλιτεχνική υπεύθυνη της ομάδα Anima, με την οποία πήραμε επιχορήγηση για το έργο “Πίστη, Ελπίδα, Αγάπη” του Χόρβατ, που είναι γραμμένο στο Μεσοπόλεμο και αναφέρεται πάλι στην καπιταλιστική κρίση, τους φτωχούς που γίνονται έρμαιο απάνθρωπων πολιτικών και ιδεολογιών. Οι πρόβες ξεκινάν τον Ιανουάριο και το έργο θα ανέβει στο Bios.
Τζένη και Μαρξ
Θέατρο OLVIO
Κάθε Σάββατο και Κυριακή 18.30