Στο οργανοποιείο του Παναγιώτη Καφετζόπουλου: Μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας
‘’Είναι ένα μουσικό όργανο, θα παίξει μουσική, θα βγάλει γέλιο, θα βγάλει δάκρυ, μπορεί να γίνει αφορμή να αγαπηθούν δύο άνθρωποι ή να μαλώσουν’’
Φανταστείτε ένα μικρό χώρο κάπου στα Εξάρχεια επί της οδού Ζωοδόχου Πηγής, τόσο μικρό που δεν το διακρίνει εύκολα το μάτι σου.. Φανταστείτε έναν οργανοποιό-φιλόσοφο να μαστορεύει εκεί μέσα λαϊκά όργανα, τα οποία θα ταξιδέψουν ανά την Ελλάδα και εκτός αυτής για να συνοδέψουν τραγούδια που ξετυλίγουν όλη την γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων από την λύπη ως την χαρά..
Αφού τα φανταστείτε όλα αυτά πάλι θα έχετε μια ελάχιστη ιδέα για το τι θα συναντήσετε και κυρίως τι θα συζητήσετε με τον Μάστρο-Παναγιώτη περνώντας το κατώφλι του οργανοποιείου του.
‘’Εδώ μιλάμε για έρωτα και Θεό μου λέει… Άντε αν ενταχθείς στην παρέα μας να αρχίσουμε να μιλάμε και για την επανάσταση’’
‘’Εδώ δεν μιλάμε στο πληθυντικό, θα με λες Παναγιώτη ή μάστορα και δεν θέλω να μιλήσω για τεχνικά ζητήματα της οργανοποιίας, θέλω να αυτοσυστηθώ σήμερα, να γνωρίσετε εμένα και το χώρο μου. Να γίνουμε παρέα’’
Και τι παρέα! Μια παρέα που συζητά, γελά, μελαγχολεί, σαρκάζεται, αρπάζει τα όργανα από τα ράφια και παίζει για τους χωρισμούς της, για τα σμιξίματα της, για τα λάθη της, για τα σωστά της.
Με τσίπουρο και με πολλή μουσική και εξομολογήσεις, ξεπροβοδίζεται κάθε λαϊκό όργανο από κει, σαν μια ‘’ιεροτελεστία’’, σαν τα Ελευσίνια μυστήρια, σαν μητέρα που αφήνει την συνέχεια της (το παιδί της) να πάρει το δρόμο της έξω από την πατρική εστία και να διαγράψει μια μεγάλη μουσική πορεία.
Λοιπόν μάστορα, ποιο ήταν το πρώτο μουσικό όργανο που έφτιαξες;
Το πρώτο μουσικό όργανο το έφτιαξα παιδί. Μεγάλωσα στον Βοτανικό από πρόσφυγες παππούδες, Μικρασιάτες. Ο Βοτανικός τότε δεν ήταν αυτή η βρώμικη περιοχή που υπάρχει σήμερα. Υπήρχαν σπίτια με περιβόλια, αγροτικά ζώα. Όλη η γειτονιά ήταν γεμάτη πρόσφυγες. Δεν χρειαζόταν πολλή σκέψη για να στηθούν γλέντια. Έφερναν τα μουσικά όργανα, έστρωναν τα τραπέζια με μεζέδες, έπιανε και η γιαγιά μου τους αμανέδες… Όμορφα χρόνια.. Ακούγαμε την καμπάνα της εκκλησίας ολοκάθαρα καθώς παίζαμε μέσα στα περιβόλια.. Μυρωδιές, χώματα..
Είχα μυαλό μόνο για παιχνίδια και σκανδαλιές..
Πως το έφτιαξα; Μεγάλη πλάκα!
Υπήρχε ένα ξυλουργείο εκεί κοντά που έφτιαχναν έπιπλα. Πήγα λοιπόν πιτσιρικάς, αποφασισμένος να φτιάξω ένα βιολί.. Αν με ρωτήσεις γιατί βιολί και όχι κάτι άλλο.. Δεν ξέρω.. Τότε που όλα ήταν μαγικά στα παιδικά μου μάτια, θεωρούσα το βιολί ως όργανο φορτισμένο με μυστήριο.
Η πρώτη μου απόπειρα δεν πήγε και τόσο καλά. Δεν είχα και πολύ ιδέα πως φτιάχνεται ένα βιολί. Είχα κόψει τρίχες από αγελάδα για να βάλω για χορδές. Το κακο-έφτιαξα τέλος πάντων, βρωμούσαν και αυτές οι ρημάδες οι χορδές..
Πριν φτιάξεις αυτό το… ιδιότυπο βιολί έπαιζες κάποιο μουσικό όργανο;
Όχι. Εκείνη την εποχή δεν περίσσευαν χρήματα για να αγοράσει κάποιος μουσικά όργανα. Στην εφηβεία μου έγραψα ένα δακρύβρεχτο γράμμα σε ένα θείο μου στην Κρήτη, επιπλοποιό που έφτιαχνε ερασιτεχνικά κιθάρες, να μου φτιάξει μια κιθάρα και να μου την στείλει στην Αθήνα.. Έγραψα ‘’Πολυαγαπημένε μου θειούλη τι μου κάνεις;.. κ.λ.π, κ.λ.π’’.
Το κόλπο έπιασε. Ο θείος πείστηκε και η κιθάρα έφτασε στα χέρια μου.. Το τι τράβηξε αυτή η κιθάρα στα χέρια μου δεν περιγράφεται.. Άλλαξα τα πάντα πάνω της με τον καιρό. Στο τέλος την έβαψα και μπλε.
Και την πέταξες στην θάλασσα;
Σαν το αστείο; Όχι, απλά την έβαψα μπλε.. Αν και θα της άξιζε ένα δραματικό τέλος μετά από τόσο δάκρυ μέχρι να την αποκτήσω και τόσες κακουχίες στα χέρια μου.
Μετά πώς ασχολήθηκες με την οργανοποιία;
Άργησα να ασχοληθώ. Ήμουν 30 χρόνων όταν το αποφάσισα. Μέχρι τότε έκανα ένα σωρό άλλες δουλειές. Σπούδασα Οικονομικά. Έγινα φωτορεπόρτερ με τους αδερφούς Μεγαλοοικονόμου, δούλεψα στην City Press που είχε ένα παράρτημα εδώ. Έχω δουλέψει ως φωτογράφος σε κρουαζιερόπλοια τις δεκαετίες του ’70 (τέλη) ως ’80, ως μακετίστας σε αρχιτεκτονικές μακέτες, ύστερα εξέδωσα 2 ποιητικές συλλογές. Γενικά υπήρξα ανήσυχος νεανίας..
Κάποια στιγμή βρέθηκα με έναν παλιό ρεμπέτη, τον Σπύρο Καλφόπουλο για να μου δείξει λίγο τζουρά. Αγοράζω ένα οργανάκι και μου έρχεται κάποια στιγμή η ιδέα να φτιάξω ένα δικό μου. Βρήκα ένα μάστορα και πήγα κοντά του να μάθω.
Τα δείχνουν όλα οι μάστορες ή είναι κατά την λαϊκή ρήση ‘’Την κλέβεις την τέχνη δεν την μαθαίνεις’’;
Την τέχνη την κλέβεις. Τότε σίγουρα, έπρεπε να ‘’τα πιάνεις’’ τα κόλπα. Τώρα, τα περισσότερα ‘’μυστικά’’ βρίσκονται στο ιντερνέτ. Ψάχνεις και βρίσκεις τα πάντα.
Η τέχνη αυτή έχει βασικά πράγματα. Πρώτα έχει την κλίμακα, πώς θα χωρίσεις την κλίμακα. Δεν ήταν εύκολα τότε αυτά. Τα καμάρια, τα στηρίγματα.. Δίνανε μια κατεύθυνση και μετά μόνος σου ό,τι κάνεις και καταλάβεις.
Όταν τα κατάλαβα αποφάσισα να ανοίξω ένα δικό μου εργαστήριο.
Ξεκίνησες στο χώρο που είσαι και σήμερα;
Όχι, στην αρχή ήμουν στο Βοτανικό.
Το πρώτο όργανο που έφτιαξες, το κράτησες για σένα ή δεν το έχεις πια;
Το πρώτο όργανο ήταν πολύ καλό. Το έφτιαξα υπό τις οδηγίες του μάστορα που είχα πάει να μαθητέψω. Δεν το πούλησα ποτέ. Έχω πει στην κόρη μου ‘’Το πρώτο και το τελευταίο όργανο που θα φτιάξω θέλω να τα κρατήσεις, να με θυμάσαι. Τα άλλα δώστα, πούλα τα ή χάρισε τα’’.
Ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχει ένα όργανο για να θεωρείται ‘’καλό’’;
Το όργανο δεν έχει κανονικότητα. Ένα όργανο για να χαρακτηριστεί ‘’καλό’’ πρέπει να είναι γερό, να αντέχει, πώς είναι όταν γεννιέται ένα παιδί; Δεν λέμε γερό να είναι; Το πρώτο λοιπόν χαρακτηριστικό για ένα όργανο είναι να είναι γερό, έπειτα να μην φαλτσάρει, τρίτο να έχει ωραίο ήχο και τελευταίο… να είναι όμορφα στολισμένο.
Όταν ξεκίνησα αυτή τη δουλειά, την ξεκίνησα σαν ‘’αιρετικός’. Εκείνη την εποχή υπήρχαν συγκεκριμένα στάνταρς για το πώς πρέπει να είναι ένα τζουράς ή ένα μπουζούκι.. Να είναι γυαλιστερό, να έχει συγκεκριμένες φιγούρες πάνω. Η αισθητική και ο ήχος κάπως. Τα δικά μου όργανα ήταν ξύλινα, το στόλισμά τους πιο διακριτικό. Λόγω αισθητικής σταμάτησα να φτιάχνω και τετράχορδα μπουζούκια γιατί είναι πολύ πιο τυποποιημένα στη μορφή και στο στόλισμα από τα τρίχορδα. Στα τρίχορδα μπορείς να βάλεις ροζέτα, να αλλάξεις το σκάφος, να το στολίσεις διαφορετικά. Είσαι ελεύθερος να αυτοσχεδιάσεις, γι’ αυτό και το προτιμώ.
Έχω διαβάσει σε διάφορα ποστ σου στα κοινωνικά δίκτυα και έχω δει όργανά σου με συμπαθητικές χορδές. Πολλοί σε ρωτούν για το τι είναι οι συμπαθητικές χορδές, οι οποίες είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στα όργανα τα οποία φτιάχνεις.
Η λέξη συμπαθητική βγαίνει από το ρήμα ‘’συμπάσχω’’, δηλαδή υπάρχουν από κάτω 12 χορδές, όσα τα ημιτόνια της κλίμακας, οπότε ό,τι νότα παίξουμε στην ταστιέρα θα παιχτεί και στην κάτω, η οποία συντονίζεται και ταλαντώνεται από μόνη της πλουτίζοντας τον ήχο. Υπάρχουν όργανα που φτιάχνονται με συμπαθητικές χορδές από το μεσαίωνα, π.χ. τα αναγεννησιακά λαούτα, στα μπουζούκια δεν είχα μπει ποτέ. Είναι μια δύσκολη κατασκευή, θέλει πολλή ακρίβεια, έχει πολλές τάσεις, πρέπει να αντέχει το μπράτσο. Αυτή είναι μια δική μου πρόταση.
Θέλεις να μου μιλήσεις λίγο για τους πελάτες σου; Οι μουσικοί ως καλλιτέχνες είναι ιδιαίτεροι άνθρωποι, έχεις να μου πεις κάποιες ιστορίες σχετικά με αυτούς;
Αυτοί που ψάχνουν να αγοράσουν ένα όργανο, είναι φορτισμένοι συναισθηματικά. Δεν αγοράζεις ένα μουσικό όργανο όπως αγοράζεις ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, ένα ψυγείο να πούμε. Όλοι στο όργανο επενδύουν κομμάτι ψυχής.
Έχει έρθει πατέρας και μου λέει ‘’Το παιδί μου δεν τα πάει καλά στο σχολείο, έχει ταλέντο, να πάρει ένα οργανάκι να βρει το δρόμο του’’. Είναι επένδυση πορείας ζωής αυτό.
Ή έρχεται ο άλλος σου λέει ‘’Μάστορα χώρισα, έχω νταλγκά. Θέλω ένα οργανάκι να βγάλω την ψυχή μου’’.
Του πιτσιρικά θα του το κάνεις γερό και ας ‘’μην φωνάζει πολύ’’ γιατί είναι πιτσιρικάς, ο άλλος που έχει πόνο θα του το κάνει να έχει κάπως νοσταλγικό ήχο. Δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά στην κατασκευή.
Όποιος ψάχνει ένα όργανο γενικά περιμένει από αυτό κάτι.. μαγικό πέρα από το να κάνει την δουλειά του. Αυτό είναι που καλλιεργεί και το μύθο γύρω από την οργανοποιία.. Ότι το μουσικό όργανο έχει κάποιο μυστικό, ότι ο μάστορας κάτι ξέρει, ότι θα μου βάλει το καλό ξύλο, ότι θα το κάνει έτσι..
Δηλαδή δεν υπάρχει κανένα μυστήριο πίσω από την κατασκευή ενός μουσικού οργάνου; Είναι ένας μύθος που απλά συντηρείτε, για να έχετε ένα πρεστίζ σαν επάγγελμα;
Τα μουσικά όργανα είναι ξύλινα και το ξύλο έχει τις ιδιοτροπίες του. Δεν είναι μέταλλο. Μερικά χιλιοστά, ένα διαφορετικό ξύλο μπορεί να δώσει διαφορετικό αποτέλεσμα αλλά δεν υπάρχει κάποιο μυστικό μέσα σε αυτό.
Κοίτα ένα όργανο μπορεί να πάρει κάποιο δρόμο μόνο του.. ωστόσο δεν γίνεται με συνταγή.
Θα σου πω μια ιστορία με ‘’Το καταραμένο μπουζούκι’’.
Τότε ακόμα έφτιαχνα τετράχορδο, εμένα δεν μ’ αρέσει όπως είπα αυτή η τυποποιημένη αισθητική αλλά με έριξε στο φιλότιμο αυτός ‘’Όχι θέλω ένα όργανο από εσένα, έχω δει την δουλειά σου ‘’.
Ωραία, άντε να το φτιάξουμε.. με εκβίασε και λίγο.. Ήρθε ένα πρωί και μου άφησε την προκαταβολή στο πάγκο μου. Βρε του λέω άστο να δούμε, αυτός εκεί να επιμένει..
Έπρεπε να ακολουθήσω όλη την πεπατημένη, μαύρο σκάφος, εξήντα ντούγιες, χρυσόχαρτο, μεγάλη τρύπα, λεπτό καπάκι, κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά… Δεν πήγαινε με τίποτα.. Ό,τι και να του έκανα.. Τελειώνει.. Το παίζει λίγο, του λέω κάτσε άκουσέ το λίγο.. Όχι, όχι.. Το φυγάδεψε.
Μετά από λίγο καιρό άρχισε τα παράπονα.’’Μάστορα λίγο να του χαμηλώσουμε τις χορδές να του χαλαρώσουμε τα ζευγάρια…κ.λ.π. κλ.π’’. Πάλευα εγώ..
Δεν του άρεσε στην τελική. Του λέω ‘’Πάρε τα χρήματά σου πίσω και άστο’’.
Του κάνω αλλαγές και από τετράχορδο το κάνω τρίχορδο. Το κρεμάω. Μπαίνει ένας καλός παίχτης, δεν θα πω ονόματα. Το πιάνει στα χέρια του, παίζει, σηκώνεται με αγκαλιάζει ‘’Αυτό έψαχνα σε όλη μου την ζωή’’.
Έχει παίξει αυτό το όργανο σε δισκογραφία, σε συναυλίες, έχει γράψει την δική του πορεία..
Έχουν συμβεί πολλές ιστορίες εδώ μέσα. Έχουμε πιει πολύ τσίπουρο, έχουμε παίξει εδώ μέσα, έχουμε καταθέσει ψυχή. Αυτό το γλέντι το κάνει οργανοποιείο.
Θέλετε να μας περιγράψετε αυτές τις ιεροτελεστίες παράδοσης;
Καθαρίζω τον πάγκο, στρώνω ένα μικρό χαλάκι, βάζω το οργανάκι πάνω και αρχίζω να εξηγώ τα τεχνικά χαρακτηριστικά του οργάνου. Μετά είναι η φάση να παίξει το όργανο, να το ακούσει, βάζουμε λίγο τσιπουράκι και υπάρχει μια φόρτιση συγκινησιακή. Στήνεται ένα μικρό γλεντάκι για να το ξεπροβοδίσουμε όπως πρέπει.
Οφείλουμε να το παραδώσουμε κάπως έτσι, δεν γίνεται πάντα γλέντι αλλά προσπαθώ να το παραδώσω στον άλλον με όμορφο τρόπο. Είναι ένα μουσικό όργανο, θα παίξει μουσική, θα βγάλει γέλιο, θα βγάλει δάκρυ και το μόνο που εύχομαι είναι να βγάλει συναισθήματα και να αλλάξει πολλά χέρια. Μπορεί να γίνει αφορμή να αγαπηθούν δύο άνθρωποι ή να μαλώσουν. Να πεθάνουμε όλοι μας και αυτό να παίζει, μετά από 50 χρόνια..
Από τον παππού να περάσει στον εγγονό.
Αυτή είναι η ‘’ιεροτελεστία παράδοσης’’. Όποιος περνά από εδώ, ξανάρχεται, γινόμαστε παρέα, σύλλογος.
Πέρασαν το απόγευμα να μου πουν ένα γεια, τους κέρασα τσίπουρο, μερακλωθήκανε, ξεκρέμασαν τους τζουράδες με το δέρμα και χάθηκαν. Βασίλης και Στέφανος. Ας το ακούσουμε σα να τα πίναμε παρέα.
Gepostet von Παναγιώτης Καφετζόπουλος Οργανοποιείο am Samstag, 26. Mai 2018
Υπάρχουν γυναίκες στην παρέα σας;
Γυναίκες παίχτριες δεν έρχονται αλλά δεν είναι ανδρική υπόθεση η μάζωξη. Οι γυναίκες βρίσκονται παντού. Στις συζητήσεις μας, σαν συντροφιά αλλά όχι ως παίχτριες. Δεν έχει τύχει, όχι πως δεν τις θέλουμε. Έρχονται γυναίκες, τραγουδάμε, πίνουμε, συζητάμε, φλερτάρουμε αν μας παίρνει…
Υπάρχουν εξαιρετικές παίχτριες λαϊκών οργάνων, πιστεύω όμως, όσο και αν ακουστώ συντηρητικός, ότι ο τσαμπουκάς που χρειάζεται για να παίζει κάποιος μπουζούκι είναι ανδρικός. Σαν γυναίκες έχετε και εσείς το δικό σας τσαμπουκά αλλά δεν περνά μέσα από αυτό το όργανο. Δεν το λέω με διάθεση να εμποδίσω τις γυναίκες να ασχοληθούν με αυτό το όργανο, απλά πιστεύω ότι το μπουζούκι είναι ανδρική υπόθεση, τραγουδά περισσότερο τον ανδρικό καημό…
Άλλωστε, ό,τι τραγούδια παίζονται από αυτό, γράφτηκαν για εσάς, τις γυναίκες.. Ε, μας τα παίρνετε όλα, αφήστε τουλάχιστον κάτι για να κρατήσουμε εμείς να παίζουμε και να σας υμνούμε.
Ήρθαν τρεις φίλοι, ο Βασίλης Κορακάκης, ο Σωτήρης Τσόγκας,ο Άγις Παπαπαναγιώτου, ξεκρέμασαν τα όργανα και έπαιξανγια εμάς. Και οι τρεις ήσαν υπέροχοι!!!(Προσέξτε το παίξιμο του Βασίλη Κορακάκη που αν καιαριστερόχειρας παίζει σε κανονικό όργανο.)
Gepostet von Παναγιώτης Καφετζόπουλος Οργανοποιείο am Samstag, 4. November 2017
Θα κλείσουμε με ένα ποίημα του Παναγιώτη Καφετζόπουλου με τίτλο ‘’Να έρχεσαι’’
ΝΑ ΕΡΧΕΣΑΙ
Να έρχεσαι πάντοτε,
κρατώντας ένα κλαδί ελιάς,
κάτω απ’ τις μουριές να ξαποσταίνεις,
πίνοντας νερό σε τσίγγινη κούπα,
να χαμογελάς στους περαστικούς,
να ρωτάς τις γυναίκες το όνομα τους,
να μιλάς με δυνατή φωνή,
να έχεις συναντήσεις,
βασιλιάδες, πρίγκιπες, βασιλοπούλες,
θεριά, μάγισσες και ξωτικά,
να δείχνεις μια λαβωματιά στο μπράτσο,
να ξέρεις για τις αρχαίες μάχες,
να ξέρεις για λύρα και χορό,
να ξέρεις γιατροσόφια,
γνωμικά και γεωμετρία,
τη ναυτική τέχνη να ξέρεις,
των ανέμων τα ονόματα,
τα χρώματα τα’ ουρανού
και τα ονόματα των σπάνιων πουλιών
και δέντρων.
Να έρχεσαι πάντοτε
ντυμένος κόκκινο μανδύα,
να σε σταματούν οι φύλακες στις πύλες
να μην έχεις χαρτιά, σφραγίδες
άδεια παραμονής να μην έχεις,
να κρύβεσαι στα καπηλειά τις νύχτες
τις μέρες στα παζάρια,
φίλους να έχεις
κι αδερφούς
κι ερωμένες σε ψηλά δωμάτια,
σχέδια ναχεις
και ιστορίες για άλλους,
χάρτες παλιούς κιτρινισμένους
ν’ ανοίγεις μπρος στα μάτια τους,
πέτρες μαγικές σ’ ένα κουτάκι
φράσεις παραμυθιών,
να τους γεμίζεις το μυαλό
καπνούς γαλάζιους κι όνειρο,
να έρχεσαι πάντοτε
σε πλατείες στολισμένες
απαγγέλλοντας ποιήματα,
τις νύχτες με πανσέληνο
στα παραθύρια των ανθρώπων
Να έρχεσαι πάντοτε.
Να έρχεσαι πάντοτε.
Τις χρονιές που δεν ήρθες
βροχή δεν έβρεξε
παιδί δε γεννήθηκε
και τρείς γενιές απανωτές
τις κλάψαμε.
Από το συλλογικό τόμο ποιημάτων:
Φώτα πορείας μέρος πρώτο, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή 01/01/1988
*Η επόμενη συνέντευξη της στήλης με τις μουσικές συνεντεύξεις θα ξεκινήσει το ταξίδι της ξανά 26/08/2018 με την συνέντευξη της Βασιλικής Τσιφτσή και του Πάνου Μπαλάφα.
Καλό δροσερό καλοκαίρι !