“Ο σκλάβος του αφέντη νιώθει αφέντης απ’ τη στιγμή που θ’ αδράξει ένα όπλο ή ένα γκλομπ…” – Ο Βασίλης Ραφαηλίδης για τα ΜΑΤ και την αστυνομία
Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομερό απ’ τον σκλάβο που περνιέται για αφέντη, λέει ο Νίτσε. Πώς λοιπόν κατάφεραν να πείσουν τούτα τα παιδιά με την απέραντη ανασφάλεια πως είναι άνθρωποι ισχυροί και δυνατοί; Δίνοντάς τους το δικαίωμα να εξουσιάζουν τους άοπλους και καλύπτοντας τούτη τη δύναμη με νόμους που δεν προστατεύουν παρά μόνο τα αφεντικά όλων μας.
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης προλογίζει τους “Κρανοφόρους” του Χρήστου Μπρατάκου, τη μαρτυρία ενός πρώην ΜΑΤατζή για όσα έζησε στην υπηρεσία του, πριν την εγκαταλείψει. Κι έτσι μας προσφέρει ένα απολαυστικό, διεισδυτικό και άκρως επίκαιρο κείμενο για το ρόλο της αστυνομίας γενικά και των ΜΑΤ ειδικότερα.
Ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Τρεις μαγικές λέξεις, που όταν τις προφέρεις φωναχτά λειτουργούν περίπου όπως το “άμπρα-κατάμπρα” της Καμπάλα. Επειδή όμως κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να τις προφέρει αρκούντως δυνατά, τόσο που ο λόγος να γίνει πράξη ως δια μαγείας, ο κόσμος μας συνεχίζει ανήσυχος, άτακτος και ανασφαλής, πράγμα που ως γνωστόν κάνει πάρα πολύ κακό στην υγεία των φιλήσυχων πολιτών, που απεχθάνονται την αταξία και την ανασφάλεια. Και γι’ αυτό, οι φιλήσυχοι πολίτες, πλην των βαρβιτουρικών που εξασφαλίζουν “εσωτερική” ηρεμία, εφεύραν και την αστυνομία που εξασφαλίζει “εξωτερική” ηρεμία. Κατά κάποιον τρόπο, η αστυνομία είναι φάρμακο δραστικό και αποτελεσματικό που όμως, όπως όλα τα δρασταία φάρμακα, άλλους ωφελεί κι άλλους βλάπτει, περισσότερο ή λιγότερο, ανάλογα με την ταξική τους τοποθέτηση.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, κανείς δε θα μπορούσε να ισχυριστεί πως η αστυνομία είναι ένα “κακόν καθ’ ημάς, κακόν καθεαυτόν”, όπως θα έλεγε και ο πονηρός γερο-Καντ, που σαν νομοταγής πολίτης ενός βάναυσου κράτους είχε μια κρυφή αγάπη για την αστυνομία, που θα κληρονομήσει κι ο Χέγκελ, αλλά για λόγους πολύ διαφορετικούς: Την θεωρούσε αναγκαία για την δια της εξουσία κοσμικοποίηση του Παγκόσμιου Πνεύματος, που είναι δύσκολο να σταθεί στη γη χωρίς την αποτελεσματική επέμβαση του βούρδουλα. Να λοιπόν, που η Αστυνομία είναι ταγμένη, πράγματι, στην υπηρεσία του πνεύματος!!!
Αλλά αυτά τα ωραία συμβαίνουν μόνο στο επίπεδο της υψηλής φιλοσοφίας. Στο επίπεδο της ταπεινής πραγματικότητας η αστυνομία εντέλλεται να κατευνάσει τα πνεύματα με τον δικό της τρόπο -οπότε και πάλι μπαίνει στην υπηρεσία του πνεύματος!!!- κάθε φορά που αυτά ανάψουν από μια οποιαδήποτε αιτία, που συνήθως είναι υπέρ το δέον πεζή! Κατά κανόνα το “κινούν αίτιον” της αταξίας είναι η πείνα ή το φάσμα της πείνας ή ο αγώνας για την εξάλειψη της πείνας.
Αν η Αστυνομία, νοούμενη ως Σώμα ενιαίο και αδιαίρετο, είναι επιφορτισμένη με τον “κατευνασμό των πνευμάτων”, που δυστυχώς κατοικούν πάντα σε ενιαία και αδιαίρετα και εξαιρετικά ευαίσθητα στον πόνο που προκαλεί το γκλομπ σώματα, η “ειδική αστυνομία” είναι επιφορτισμένη με ειδικές κατευναστικές αποστολές. Υπάρχουν πολλών κατηγοριών ειδικές αστυνομίες, ακόμα και επιστημονικές (για φαντάσου!!!). Όμως η πιο ειδική απ’ όλες τις ειδικές αστυνομίες είναι αυτή που φέρει τον εύηχο τίτλο “Μονάδες Αποκαταστάσεως Τάξεως”, γνωστή κυρίως με τη συντομογραφία ΜΑΤ, που ηχητικά παραπέμπει στον γνωστό όρο που καθορίζει το φινάλε μιας παρτίδας σκακιού. Δεν πρόκειται, ακριβώς, για λογοπαίγνιο. Γιατί τα ΜΑΤ είναι επιφορτισμένα με τον δύσκολο ρόλο του “γκραν φινάλε” σε μια ευρύτερη αστυνομική επιχείρηση, που μπορεί να αρχίσει με μια ευγενική σύσταση του εισαγγελέα με τη ντουντούκα προς τους “ανήσυχους” και να καταλήξει ακόμα και σε έναν ή περισσότερους φόνους “ανήσυχων”, που επιτέλους ησυχάζουν για τα καλά. Τουλάχιστον αυτοί είναι βέβαιο πως “δε θα το ξανακάνουν”. Δυστυχώς όμως οι επιζώντες το ξανακάνουν, κι αυτό σημαίνει πως ο ρόλος των ΜΑΤ είναι διαρκής και πάντα χρήσιμος. Τόσο χρήσιμος που είναι ν’ απορεί κανείς γιατί αυτές οι περίφημες Μονάδες εμφανίστηκαν στην Ιστορία πάρα πολύ αργά, μόλις το 1968, ύστερα από τον “γαλλικό Μάη” και ως συνέπεια του “γαλλικού Μάη”.
Όμως η απάντηση στην παραπάνω αφελή ιστορική απορία είναι μάλλον εύκολη: Τα ΜΑΤ είναι στην πραγματικότητα οι “αντικομάντος των πόλεων” και εμφανίστηκαν σαν το “νόμιμο” αντίδοτο στους παράνομους “κομάντος των πόλεων”. Τα ΜΑΤ είναι για την αστυνομία ό,τι και τα ΛΟΚ για τον στρατό. Ευέλικτες μονάδες κρούσεως που περιφρονούν τους κλασικούς κανόνες της μάχης, τους καθορισμένους μια για πάντα από τον φον Κλαούζεβιτς.
Μ’ άλλα λόγια, τα ΜΑΤ πατάσσουν την αταξία δια της αταξίας, κι από αυτήν την άποψη δρουν σαν ομοιοπαθητικό φάρμακο. Κι όπως η παραμικρή παρέκκλιση απ’ την καθορισμένη δοσολογία στο ομοιοπαθητικό φάρμακο έχει τραγικές συνέπειες για τον άρρωστο, έτσι και η παραμικρή παρέκκλιση απ’ την προδιατεταγμένη βία των ΜΑΤ έχει τραγικές συνέπειες για την αποκατάσταση της τάξης, που είναι πάντα το ζητούμενο απ’ την αστυνομία. Γιατί η βία κλιμακώνεται εύκολα και ο δέρων μπορεί ευκολότατα να μεταβληθεί σε δερόμενο. Αυτό σημαίνει πως οι άνδρες των ΜΑΤ πρέπει να εκπαιδευτούν όχι μόνο στο να δέρνουν αλλά και στο να δέρνονται, και αυτό δυσχεραίνει τη στρατολόγηση σε αυτήν την εξόχως σαδομαζοχιστική αστυνομική δύναμη.
Βλέπουμε λοιπόν πως το ενδιαφέρον στη μελέτη της ζωής και της δράσης ενός άνδρα των ΜΑΤ είναι πολλαπλό. Κοινωνικό, πολιτικό, ηθικό, ψυχολογικό, ακόμα και ιστορικό. Η στολή του άνδρα των ΜΑΤ σε ώρα μάχης παραπέμπει απ’ ευθείας στην αρχαιότητα, τότε που οι μάχες δίνονταν σώμα με σώμα, όπως ακριβώς θα γίνεται και στο μεταπυρηνικό μέλλον για να κλείσει έτσι ο ιστορικός κύκλος και οι καινούριοι κρανοφόροι να συναντήσουν τους προγόνους τους, που τους ξέραμε μόνο απ’ τις παραστάσεις στα αγγεία. Επιτέλους σήμερα, χάρη στα ΜΑΤ, έχουμε μια σαφέστερη ιδέα του τι σημαίνει μάχη σώμα με σώμα, και συνεπώς μπορούμε να εκτιμήσουμε καλύτερα, μέσα από μια σύγχρονη αναπαράσταση, το τι ακριβώς έγινε, ας πούμε, στη μάχη των Θερμοπυλών. Λοιπόν, “οι τριακόσιοι του Λεωνίδα μας κοιτούν, κι όλοι μας χειροκροτούν”, όπως λέει και το γνωστόν εθνικοπατριωτικόν ασμάτιον, που ο συνθέτης του το συνέθεσε πριν από τη σύνθεση των ΜΑΤ, αλλά που θα μπορούσε θαυμάσια να γίνει ο ύμνος των ΜΑΤ.
Εμείς οι απ’ έξω γνωρίζουμε τα ΜΑΤ μόνο απ’ έξω. Όταν ερχόμασταν αντιμέτωποι με τους κρανοφόρους αδιαφορούσαμε πλήρως για το πρόσωπο που κρύβεται πίσω από το προστατευτικό από την οργή του λαού κράνος. Ο άνδρας των ΜΑΤ δεν ήταν ακριβώς άνδρας, αλλά ένα γρανάζι σε μια απρόσωπη μηχανή που την βλέπαμε να λειτουργεί σ’ όλο της το φριχτό μεγαλείο.
Εγώ τουλάχιστον σκεφτόμουν πολύ σοβαρά πως το κρυμμένο πίσω από τη μάσκα κτήνος δεν είναι παρά ένα σχεδόν κυριολεκτικά κτήνος που είχε κρυμμένη την ουρά του ίσα-ίσα για να μας παραπλανήσει και να το νομίζουμε για άνθρωπο.
Μέχρι που έπεσε στα χέρια μου το χειρόγραφο ενός αυτοβιογραφικού κειμένου που το έγραψε ένας πρώην άνδρας των ΜΑΤ, ο Χρήστος Μπρατάκος. Η πρώτη μου έκπληξη ήταν η διαπίστωση πως κάποιο από αυτά τα κτήνη γνωρίζει όχι μόνο ανάγνωση -αυτή είναι μάλλον εύκολη δουλειά, εύκολη ακόμα και για αστυνομικό- αλλά και γραφή, που είναι δύσκολη δουλειά και εντελώς άχρηστη για έναν αστυνομικό που το μόνο χρήσιμο πράγμα που θα είχε να γράψει με το αλφάβητο που έμαθε στο δημοτικό θα ήταν ενδεχομένως τα “στοιχεία” μας. Να λοιπόν ένας πρώην αστυνομικός που εκτός από ανάγνωση γνωρίζει, παραδόξως, και γραφή. (Ξέρετε γιατί οι αστυνομικοί παν δυο-δυο; Διότι, λέει το ανέκδοτο, ο ένας ξέρει ανάγνωση και ο άλλος γραφή. Είναι δύσκολο για έναν αστυνομικό να τα κάνει και τα δυο μαζί).
Η δεύτερη έκπληξη που μας προκάλεσε το χειρόγραφο του Μπρατάκου ήταν η διαπίστωση πως οι άνδρες των ΜΑΤ είναι, απλούστατα, σκληρά, σκληρότατα εργαζόμενοι άνθρωποι που δεν μπόρεσαν να βρουν μια πιο άνετη δουλειά. Είναι τόσο εύκολο να γίνεις “κυνηγός κεφαλιών” όταν πεινάς ή όταν σε κυνηγάει εκείνο το καταραμένο φάσμα της πείνας!
Μ’ άλλα λόγια, οι άνδρες των ΜΑΤ είναι το ίδιο διωκόμενοι μ’ αυτούς που διατάσσονται να διώξουν για το μεροκάματο, ως καλοί μισθοφόροι. Ξαφνικά συνέλαβα τον εαυτό μου να “συμπαθεί” τους διώκτες μου μιας ολόκληρης ζωής. (Η πρώτη μου μνήμη σαν ανθρώπου είναι μια έρευνα της αστυνομίας στο πατρικό σπίτι. Ψάχναν για κομμουνιστικά βιβλία. Υπήρχαν σωρός, αλλά στο τέλος πήραν την εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού γιατί είχε κόκκινα εξώφυλλα! Τις λεπτομέρειες τούτης της πρώτης μου μνήμης μου τις είπε ο πατέρας μου πολλά χρόνια αργότερα).
Ο αντίπαλος, λοιπόν, είναι κι αυτός δυστυχής. Μόνο που δεν έχει συνείδηση της απεραντοσύνης της δυστυχίας του να είσαι θύμα που πιστεύει στο ρόλο του θύτη. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομερό απ’ τον σκλάβο που περνιέται για αφέντη, λέει ο Νίτσε. Πώς λοιπόν κατάφεραν να πείσουν τούτα τα παιδιά με την απέραντη ανασφάλεια πως είναι άνθρωποι ισχυροί και δυνατοί; Δίνοντάς τους το δικαίωμα να εξουσιάζουν τους άοπλους και καλύπτοντας τούτη τη δύναμη με νόμους που δεν προστατεύουν παρά μόνο τα αφεντικά όλων μας. Ο σκλάβος του αφέντη νιώθει αφέντης απ’ τη στιγμή που θ’ αδράξει ένα όπλο ή ένα γκλομπ, και θα του πουν πως μ’ αυτά μπορεί να γίνει “άρχων του πεζοδρομίου”.
Ο Μπρατάκος είναι ένας τέτοιος αυτοκαθαιρεμένος πρώην “άρχων του πεζοδρομίου” που κάποτε κατάλαβε την απάτη και “ανένηψε”. Για να μας δώσει τούτη την πάρα πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία της περιπέτειάς του. Την οποία κάπου-κάπου επιχειρεί να τη λογοτεχνικοποιήσει. Όμως η αξία αυτού του βιβλίου δεν βρίσκεται στις όποιες λογοτεχνικές προθέσεις. Βρίσκεται στη σπανιότητα μιας εξαιρετικά χρήσιμης μαρτυρίας.