«Είμαστε όλοι στο βούρκο, όμως μερικοί κοιτάζουμε τ’ άστρα…»

Τρίτη χρονιά παραστάσεων, είναι μια απόδειξη επιτυχίας. Όμως στην περίπτωση της «Αγγέλας» η επιτυχία δεν περιορίζεται στον αριθμό των εισιτηρίων. Η «Αγγέλα» του Γιώργου Σεβαστίκογλου είναι ένα θαυμάσιο έργο, επίκαιρο σήμερα που όλο και περισσότεροι άνθρωποι ξεριζώνονται για να μπορέσουν να επιβιώσουν σ’ ένα παγκόσμιο κοινωνικό σύστημα άρρωστο, που σαπίζει μέρα με τη μέρα.

Συμβαίνει συνήθως, όταν παρακολουθείς για δεύτερη φορά την ίδια παράσταση να  νιώθεις σα να τρως ξαναζεσταμένο φαγητό. Γνωρίζεις εξαρχής ότι θα είναι νόστιμο, όμως λείπει εκείνο το ξάφνιασμα στις αισθήσεις που προκαλούν οι γεύσεις, τα χρώματα και τα αρώματα την πρώτη φορά. Την περασμένη Δευτέρα (19/11) η Κατιούσα βρέθηκε προσκεκλημένη στην επίσημη πρεμιέρα της «Αγγέλας» και μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι πρόκειται για μια από τις εξαιρέσεις του παραπάνω κανόνα.

Με αρκετές αλλαγές στη διανομή των ρόλων, αλλά με την εξαιρετική Αγγελική Κοντού στον πρωταγωνιστικό και πάντα σε σκηνοθεσία Πέτρου Νάκου, η «Αγγέλα», συνεχίζει για τρίτη χρονιά την επιτυχημένη πορεία της, στη σκηνή του Altera Pars, για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων (λεπτομέρειες δείτε εδώ).

«Είμαστε όλοι στο βούρκο, όμως μερικοί κοιτάζουμε τ’ άστρα…»

Τρίτη χρονιά παραστάσεων, είναι μια απόδειξη επιτυχίας. Όμως στην περίπτωση της «Αγγέλας» η επιτυχία δεν περιορίζεται στον αριθμό των εισιτηρίων. Η «Αγγέλα» του Γιώργου Σεβαστίκογλου είναι ένα θαυμάσιο έργο, επίκαιρο σήμερα που όλο και περισσότεροι άνθρωποι ξεριζώνονται για να μπορέσουν να επιβιώσουν σ’ ένα παγκόσμιο κοινωνικό σύστημα άρρωστο, που σαπίζει μέρα με τη μέρα. Ακατάλληλο, όμως, έργο, για όποιον στην έξοδό του επιζητεί… να ξεχαστεί, να περάσει μερικές στιγμές χαλαρά και ευχάριστα, πριν επιστρέψει στην βαρετή κι ανεπιθύμητη καθημερινότητά του, την οποία ασφαλώς σιχτιρίζει αλλά δεν κάνει και κάτι για να την διακόψει, οριστικά.

Η δεκαεφτάχρονη Αγγέλα, το κεντρικό πρόσωπο του έργου, είναι ένα από τα χιλιάδες κορίτσια που τη δεκαετία του ΄50 εξαναγκάστηκαν να φύγουν απ’ τα χωριά τους και να γίνουν υπηρέτριες στα πλουσιόσπιτα της πρωτεύουσας για να επιβιώσουν. Ορφανή κι έχοντας χάσει τον αδελφό της στον εμφύλιο, έρχεται στην Αθήνα για να πάρει τη θέση της υπηρέτριας Τασίας, που αυτοκτόνησε πέφτοντας από το μπαλκόνι των αφεντικών της. Αν και ο θεατής δεν θα τη δει ποτέ στη σκηνή, η Τασία ή, καλύτερα, η «σκιά» της, θα κυνηγά τους χαρακτήρες του έργου σε κάθε τους βήμα, σαν ένα μεγάλο αδικαίωτο γιατί, άλλον λιγότερο και άλλον περισσότερο, και ταυτόχρονα δεν θα αφήνει ήσυχη τη συνείδηση του θεατή.

Γύρω από την Αγγέλα περιπλέκονται πρόσωπα και καταστάσεις – φαινόμενα μιας κοινωνίας εκμεταλλευτικής και απάνθρωπης. Η εκμετάλλευση και η αδικία που αναβλύζουν από κάθε πόρο των κοινωνικών ανισοτήτων, η πολύμορφη καταπίεση της γυναίκας, η διαφθορά των συνειδήσεων, η έλλειψη ηθικών φραγμών, οι αυταπάτες των καταπιεσμένων, όλα απλώνονται και στροβιλίζονται πάνω και γύρω από μια αθηναϊκή ταράτσα, ανάμεσα σε σιδερένιες «σκάλες υπηρεσίας» και απλωμένες μπουγάδες· μια ταράτσα βουτηγμένη σε μια ατμόσφαιρα μουντή,  μολυβένια σαν τα σύννεφα λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα. Μια σφιχτοδεμένη πλοκή καταστάσεων, ανατροπών, χαρακτήρων και  συναισθημάτων, δοσμένη σκηνοθετικά μ’ έναν ρυθμό θαρρείς κινηματογραφικό, με έντονη εναλλαγή των σκηνών-εικόνων, που ξεκινά με μια «έκρηξη»  (κανονική κλωτσιά στο στομάχι του θεατή) στην πρώτη κιόλας σκηνή με την ―αθέατη― αυτοκτονία της υπηρέτριας Τασίας και συνεχίζει αμείωτος μέχρι το τέλος.

Η Αγγέλα ενσαρκώνεται υπέροχα από την Αγγελική Κοντού. Υπάρχουν σκηνές που η ερμηνεία της συγκλονίζει, μεταφέροντας βαριά συγκινησιακά φορτία. Το βλέμμα, οι κινήσεις κάθε σημείου του κορμιού της, οι αναπνοές της, τα ηχοχρώματα της φωνής της, θαρρείς ακόμα και οι χτύποι της καρδιάς της, όλα  είναι Αγγέλα. Αλωνίζοντας στη σκηνή φορώντας από την αρχή μέχρι το τέλος το κατακόκκινο φόρεμά της είναι σα να εκπροσωπεί αυτούς  που πολλά υποφέρουν αλλά δεν θα υπομένουν για πάντα· που είναι αποφασισμένοι να παλέψουν αναλαμβάνοντας να πληρώσουν το τίμημα της σύγκρουσης.

Είναι κατανοητή η δυσκολία να ταιριάξουν οι υποχρεώσεις των συντελεστών έτσι που να συναντηθούν για τρίτη συνεχόμενη χρονιά στην ίδια παράσταση. Θα ήταν ευχής έργο. Οι αλλαγές στη διανομή αναπόφευκτα προσθαφαιρούν βάρος στην πλάστιγγα των συγκρίσεων με την παράσταση της πρώτης χρονιάς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στη φετινή παράσταση η πολύ καλή ερμηνεία της Βαρβάρας Ντέσκα στο ρόλο της Νέρας. Όμως, η επιλογή του Πέτρου Νάκου στο ρόλο του Στράτου αυτή τη φορά, διαταράσσει την ισορροπία, όχι επειδή ο ίδιος δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ρόλου (αντίθετα, είναι πολύ πειστικός) μα γιατί της αφαιρεί ένα πολύ δυνατό ατού, την ερμηνεία του στο ρόλου του Λάμπρου στην πρώτη παράσταση.

Άλλα δυνατά σημεία και της φετινής παράστασης, πέρα από το πιο δυνατό, που είναι η εξαιρετική ερμηνεία της Αγγελικής Κοντού: το λιτό, αντιπροσωπευτικό της ατμόσφαιρας παρακμής σκηνικό, οι φωτισμοί, η θαυμάσια πρωτότυπη μουσική της Ελένης Λομβάρδου, που όμως αδικείται από την τόσο υψηλή ένταση και η σκηνοθετική δουλειά του Πέτρου Νάκου (κάποιες παρεμβάσεις που – υποθέτουμε ότι – έγιναν για να προσθέσουν έναν αέρα ανανέωσης στην παράσταση, δεν είναι κακές, δεν ήταν όμως κι αναγκαίες).

«Είμαστε όλοι στο βούρκο, όμως μερικοί κοιτάζουμε τ’ άστρα…»

Η υπηρέτρια Αγγέλα της δεκαετίας του ’50 δεν πέθανε με την εποχή της. Αναπνέει σήμερα σε κάθε γωνιά, σε κάθε άκρη αυτής της πατρίδας και του πλανήτη, όπου υπάρχει εκμετάλλευση, αδικία, καταπίεση, σκοτάδι. Είναι ο καταπιεσμένος που βαδίζει στα βήματά της, στο δρόμο της περηφάνιας,  της αξιοπρέπειας και της τιμής. Είναι όλοι «της γης οι κολασμένοι» που όταν συνειδητοποιήσουν τη θέση τους και τη δύναμή τους θα ανατρέψουν και θα συντρίψουν το κοινωνικό σύστημα της εκμετάλλευσης. Κάτι που στο συγκεκριμένο έργο δεν διαφαίνεται ως διέξοδος, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με το έργο του συνολικά και με το παράδειγμά του, με την αγωνιστική στάση ζωής και τις ιδέες του, για τα οποία ο Γιώργος Σεβαστίκογλου στάθηκε περήφανα αμετανόητος μέχρι το τέλος της ζωής του.

Πρόκειται για μια εξαιρετική παράσταση που συστήνουμε ανεπιφύλαχτα να δείτε, σε έναν όμορφο και φιλόξενο χώρο που σέβεται τον θεατή.

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: