Ο Βασίλης Ρώτας, το «Θεατρικό Εργαστήρι» και ο «Θίασος της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας»
Συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια από τη μέρα που έφυγε από τη ζωή ο κομμουνιστής ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός, μεταφραστής και αγωνιστής του ΕΑΜ Βασίλης Ρώτας. Αγωνίστηκε και δημιούργησε στρατευμένος στην υπηρεσία της τέχνης και της παίδευσης του λαού για κοινωνική και πνευματική πρόοδο.
Συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια από τη μέρα που έφυγε από τη ζωή ο κομμουνιστής ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός, μεταφραστής και αγωνιστής του ΕΑΜ Βασίλης Ρώτας.
Ο Βασίλης Ρώτας γεννήθηκε το 1889. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Ξεκίνησε να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό «Νουμάς» το 1908. Άρθρα, διηγήματα, κριτική θεάτρου και μαρτυρίες του δημοσιεύθηκαν στον παράνομο Τύπο στη διάρκεια της Κατοχής, στα «Ελεύθερα Νέα», στη «Βραδυνή», στην «Πρωία», στην «Εστία» και στο περιοδικό «Θέατρο» (1961-1965) και στον «Λαϊκό Λόγο» (1965-1967). Υπήρξε βασικός συνεργάτης του περιοδικού «Ελληνικά Γράμματα» και ίδρυσε μαζί με άλλους φοιτητές τη Φοιτητική Συντροφιά.
Στην πολιτιστική και ειδικά στη θεατρική δραστηριότητα που ανέπτυξε το ΕΑΜικό κίνημα, με την Παιδεία και την Τέχνη να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ιδεολογική και πολιτική διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων προς την κοινωνική αλληλεγγύη και ισότητα, τη συλλογική και εθελοντική δράση εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών, γυναικών και παιδιών, η συμβολή του Βασίλη Ρώτα υπήρξε καθοριστική. Με σύμφωνο το ΕΑΜ, το 1942, ίδρυσε το Θεατρικό Σπουδαστήριο, «νόμιμο καταφύγιο» για τους ΕΠΟΝίτες.
Το θέατρο του Ρώτα έγινε βήμα προβληματισμού και συνειδητοποίησης, όπου νέοι μάθαιναν για το θέατρο και συμμετείχαν σε αντιστασιακές εκδηλώσεις, με παραστάσεις σε θέατρα, πλατείες, δρόμους, και κείμενα που εξύψωναν το λαϊκό φρόνημα, ενώ οι εισπράξεις πήγαιναν στο ταμείο του αγώνα.
Την ίδια εποχή, στην ελληνική επαρχία αναπτύσσεται ένα νέο είδος θεάτρου, που υπηρετεί τους σκοπούς του αντιστασιακού αγώνα. Το «Θέατρο του βουνού». Το καλοκαίρι του 1944 ο Βασίλης Ρώτας μεταφέρει το πνεύμα θεάτρου στα βουνά. Με υπόδειξη της ΠΕΕΑ ιδρύει το «Θεατρικό όμιλο της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας», ανταποκρινόμενος στο επίμονο αίτημα των αγωνιστών για θέατρο.
Τεράστια στάθηκε η προσφορά του Ρώτα στη μετάφραση Ελλήνων και ξένων κλασικών αλλά ο μεγάλος άθλος του ήταν πως δόθηκε σύψυχα στη μετάφραση του σαιξπηρικού έργου και μπόρεσε ν’ αποδώσει στη γλώσσα μας όλα τα δράματα, κωμωδίες, τραγωδίες του, όπως και όλα τα ποιήματα και σονέτα του. Από το 1927 ως τα τελευταία χρόνια του έστησε «ναόν περικαλλή», με την απόδοση των έργων του Σαίξπηρ, κρατώντας πιστά τη μορφή τους και με χυμώδη ποιητικό λόγο.
Ο Βασίλης Ρώτας πιστοποιούσε με όλο του το έργο ότι μια τέχνη που αδιαφορεί για τον ανθρώπινο πόνο και δε συμβάλλει στη δημιουργία ενός κόσμου καλύτερου, πολλές φορές, άθελά της, λειτουργεί σύμφωνα με τις επιταγές της μειοψηφίας των κοινωνικά προνομιούχων.*
Έφυγε από τη ζωή στις 30 του Μάρτη 1977.
Ο Βασίλης Ρώτας ανέβηκε στην Ελεύθερη Ελλάδα στις αρχές Μαρτίου του 1944. Όταν ιδρύθηκε η ΠΕΕΑ, τοποθετήθηκε υπεύθυνος της Γραμματείας Γραμμάτων και Τεχνών. Από την πρώτη στιγμή προσπάθησε να συγκεντρώσει γύρω του εκείνους που μπορούσαν να προσφέρουν κάτι στον τομέα του θεάτρου, που το θεωρούσε σημαντικό στοιχείο πολιτισμού και αγώνα. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο Γεράσιμος Σταύρου, ο Νίκος Ακίλογλου, ο Χάρης Σακελλαρίου, οι ηθοποιοί Γιώργος Δήμου και Στέλιος Μήτρου, και δύο σπουδαστές θεατρικής σχολής: ο Βάσος και η Άννα (ψευδώνυμα). Με τη βοήθειά τους συγκρότησε το «Θίασο της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας», με τον οποίο άρχισε δοκιμές στο Νιοχώρι της Καστανιάς με δυο έργα: ένα δικό του, τον Ρήγα τον Βελεστινλή, και ένα του Γεράσιμου Σταύρου, την επιθεώρηση Xθες, σήμερα, αύριο.
Πάντα είχε στο νου του να γράψει ένα καινούργιο αντιστασιακό έργο, αλλά οι ανάγκες του αγώνα δεν του άφηναν χρόνο γι’ αυτό. Μόνο όταν ο θίασος έδινε παραστάσεις στο Πήλιο, άρχισε να γράφει ένα δραματικό έργο με τίτλο Τα ελληνικά νειάτα, αλλά το τελείωσε μετά την απελευθέρωση και παίχτηκε από το θίασο των «Ελεύθερων Καλλιτεχνών».
ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
Για την προσφορά του στο θέατρο της Αντίστασης ―της πόλης και του βουνού― γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του θέατρο και Αντίσταση, που εκδόθηκε από τη «Σύγχρονη Εποχή». Το πρώτο μέρος το αφιερώνει στο «Θεατρικό Εργαστήρι» με το οποίο τάραξε τα νερά στην Αθήνα του 1942 ― 1943 και το δεύτερο στο «Θίασο της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας» που συγκρότησε στην Ελεύθερη Ελλάδα το καλοκαίρι του 1944.
«Το Θεατρικό Εργαστήρι», στα σκαριά από πριν το 1942, ήταν σε όλη του τη δράση. Είχε στεγαστεί στο οίκημα του «Συλλόγου Βυζαντινής Μουσικής» που λειτουργούσε κάτω από την εποπτεία και με τον μόχτο του Σίμου Καρά. στην οδό Λέκα 26). Μια φλογερή νεολαία πλημμύριζε τις σάλες του, έφτασε να ’χει γραμμένους πεντακόσιους μαθητές. Είχε γίνει κατά κάποιο τρόπο νόμιμο καταφύγιο για πλήθος οργανωμένους νέους, ήταν κυριολεκτικά ένα φυτώριο της ΕΠΟΝ. Το γραφείο το κρατούσε ο μακαρίτης Κώστας Ζαΐμης με έξοχο οργανωτικό και διοικητικό πνεύμα. Τη γενική κατεύθυνση έδινε η διοικητική επιτροπή από τον Μέμο Μάκρη, τον διάσημο γλύπτη που μένει στη Βουδαπέστη, τον Κώστα Ζαΐμη που μνημονέψαμε και τον Ρώτα.
Στο «Θεατρικό Εργαστήρι» δίδασκαν οι Γιαννούλης Σαραντίδης, σκηνοθέτης, μακαρίτης ήδη, υποκριτική και σκηνοθεσία. Ο αείμνηστος Μάρκος Αυγέρης ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Η ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή―Παπαδάκη δραματολογία. Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης ιστορία της τέχνης, σκηνογραφία. Ο γλύπτης Θανάσης Απάρτης αισθητική και σχέδιο. Ο γλύπτης Μέμος Μακρής σχέδιο. Ο Αντώνης Φωκάς ενδυματολογία. Ο Σίμων Καράς μουσική και δημοτικό τραγούδι. Η Μιράντα Βούλγαρη χορό. Ο Χαράλαμπος Σακελλαρίου ελληνικούς χορούς.
Το «Θεατρικό Εργαστήρι», συνεχίζοντας τα μαθήματά του και λαβαίνοντας μέρος με τους μαθητές του σε διάφορες εκδηλώσεις αντιστασιακές μέσα στην Αθήνα, σε διάφορα πάρτυ που οργάνωσε η ΕΠΟΝ στις συνοικίες, βοηθούσε με την συνεργασία του, καθαρά καλλιτεχνική, τον αγώνα, ηθικά με έργο αντιστασιακό που ετόνωνε το λαϊκό φρόνημα και υλικά με τις εισπράξεις που όλες επήγαιναν στο ταμείο του αγώνα […]
Η πρώτη συνταραχτική εκδήλωση που ’κανε το «Θεατρικό Εργαστήρι» ήταν η ομιλία του Ρώτα για το δημοτικό τραγούδι, που έγινε στο θέατρο «Βρετάνια». Όπου οι μαθητές τραγούδησαν και χόρεψαν δημοτικά τραγούδια και λαϊκούς χορούς με τη συνοδεία λαϊκιάς ορχήστρας. Το θέατρο κατάμεστο από λογής κόσμο, διανοούμενους, υπάλληλους, εμπόρους, νεολαία […]
|…| Τόση ήταν η επιτυχία της εκδήλωσης εκείνης με τα τραγούδια της και τους χορούς της, που συνεχίστηκε πολύ καιρό και πάντα με τον ίδιο ενθουσιασμό. Έγινε τρεις φορές στο θέατρο «Βρετάνια», άλλες τρεις στο Πανεπιστήμιο, στο Πολυτεχνείο, στη Ν. Σμύρνη, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, στον Χολαργό κι αλλού. Πολύ γρήγορα το πρόγραμμα συμπληρώθηκε με Το πιάνο… και με την κωμωδία Γραμματιζούμενοι.
Το πιάνο παιζόταν από μαθητές του «Εργαστηρίου» που απ’ αυτούς πρέπει να μνημονέψουμε με όλο το πένθος: την Καίτη Κοσκινά, που έπαιζε στο χορό και τον Δημήτρη Δημητριάδη, που έπαιζε τον Γαρδέλη. Η πρώτη σκοτώθηκε μαζί με τον αρραβωνιαστικό της στα Δεκεμβριανά από όλμο στην Κυψέλη. Ο Δημητριάδης εκτελέστηκε στην εποχή του εμφύλιου πολέμου. Ας είναι πάντα χλωρή η ιερή τους μνήμη.
Καταλαβαίνει κανείς πως αυτή η δραστηριότητα δεν μπορούσε να βαστήξει πολύ. Σε λίγο μας έδιωξαν από τη στέγη της οδού Λέκα. Βρήκαμε καταφύγιο στην οδό Σόλωνος 100 στη «Στέγη Εργαζόμενου Κοριτσιού». Αλλά κι από κει μας έδιωξαν, ώσπου δεν είχαμε πού να μείνουμε.
Τα πράγματα έσφιξαν στην Αθήνα τόσο, που μόνο πια οι τολμηροί μαχητές με τις μπογιές και τα πινέλα, με τους πολύγραφους και τις προκηρύξεις, με τα χωνιά και με τα όπλα, συνέχιζαν τον αγώνα. Τα παιδιά του «Εργαστηρίου» έμπαιναν σε άλλη μορφή παράνομη του αγώνα κι εμείς ανηφορίσαμε στο βουνό για να μεταφέρουμε τη δραστηριότητα του «Εργαστηρίου» εκεί όπου η ελευθερία είχε μέρος να πατήσει […]
|…] Στο βουνό, όταν ανεβήκαμε στην Ευρυτανία και στη Θεσσαλία, είδαμε οργασμό από πολιτιστικές εκδηλώσεις που γίνονταν με πρωτοβουλία και οργάνωση της ΕΠΟΝ. Μέσα σε σχολεία, σε αυλές, σε αλώνια, σε περιτοιχισμένες μάντρες, μπροστά σ’ εκκλησίες, είδαμε αυτοσχέδιους χορούς κι ακούσαμε ομιλίες και τραγούδια λαϊκά, παλιότερα και συγκαιρινά [… |
Ο ΘΙΑΣΟΣ ΤΗΣ ΕΠΟΝ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
Ο Βασίλης Ρώτας συνεχίζει:
[…] Στη Βίνιανη, όπου η παραμονή μας εμάκρυνε περισσότερο και σε άλλα χωριά γύρω, μαζεύαμε τα παιδιά και κάναμε γιορτές, όπου θαυμάσαμε αυτά τα κοριτσάκια και τα’ αγοράκια, ψωριασμένα, πεινασμένα, αδύναμα, να χορεύουν μολοντούτο και να τραγουδάνε και να παίζουν στη σκηνή με τόση προσήλωση σ’ αυτό που έκαναν, με τόση πεποίθηση πως ήταν ιερό και ανώτερο, που τα θυμόμαστε σήμερα και τα μάτια μας δακρύζουν. Τα παιδιά χόρευαν και τραγουδούσαν με τόση χάρη και λεβεντιά που ο λαός, οι ακροατές ξεσπούσαν αυθόρμητα σε χειροκροτήματα κι όλες οι αθλιότητες, οι κουρελαρίες, και οι αδυναμίες χανόντουσαν κι έμενε εκείνη η ομορφιά λαμπρή, φωτισμένη από το πνεύμα του αγώνα. Τόση ήταν η λαχτάρα που είχαν τα ίδια τα παιδιά για να πάρουν μέρος, που θυμάμαι ακόμα ένα αγοράκι τεσσάρων χρονών που με τραβούσε στο δρόμο από το παλτό και μου ’λεγε:
— Ρε συναγωνιστή, ρε Ρώτα, βάλε και μένα.
— Πού να σε βάλω;
— Στο Θέατρο…
Από την Ευρυτανία περάσαμε στη Θεσσαλία. Εκεί ανταμωθήκαμε με τους Γιώργο Δήμου, ηθοποιό, που ’χε πάρει το παράνομα Θέσπις, το Γεράσιμο Σταύρου, τον Αλέξη Ξένο και τη γυναίκα του και κάποια παιδιά της ΕΠΟΝ, που η μνήμη μου δεν κρατάει τα ονόματα τους. Καταρτίσαμε θίασο που τα εξαρτήματά του ήταν μια αυλαία από πανιά αλεξίπτωτου, ένα δυο σουρτούκα και μια λάμπα πετρελαίου. Για σκηνογραφία μας έφτανε το έτοιμο περιβάλλον, ένας τοίχος από καμένο σπίτι, τα προπύλαια της εκκλησίας. Είχαμε δραματολόγιο για δυο βραδιές. Τη μια παίζαμε το Ρήγα τον Βελεστινλή του Ρώτα και την άλλη σάτιρες του Γεράσιμου Σταύρου, συμπληρωμένες με απαγγελίες.
Τις δοκιμές μας τις εκάναμε στο Νιοχώρι της Καστανιάς πάνω απ’ την Καρδίτσα. Πρωτοπαίξαμε στο σχολείο, δώσαμε μερικές παραστάσεις. Στον Ίταμο, στο βουνό όπου έγινε το πανθεσσαλικό Συνέδριο του ΕΑΜ, μες στα έλατα ετοιμάστηκε θέατρο με κοίλον, όπου γινόντουσαν την ημέρα οι ομιλίες των αντιπροσώπων και το βράδυ οι παραστάσεις. Οι αντιπρόσωποι που ήρθαν από τα πέρατα της Θεσσαλίας είχαν δέσει ολόγυρα στον καταυλισμό μουλάρια και γαϊδούρια που γκάριζαν και χλιμίντριζαν κι είχα φοβηθεί πως θα μας χαλούσαν την παράσταση. Αλλά η αφοσίωση ήταν τέτοια που το ακροατήριο, ως δυόμισι χιλιάδες άνθρωποι, κρατούσε και την ανάσα του χωρίς να ενοχλείται από τίποτα.
Μετά το συνέδριο ο θίασος άρχισε την περιοδεία του στα θεσσαλικά χωριά. Κατέβηκε στο Παλιούρι, από κει στο Λεοντάρι, κι έτσι από χωριό σε χωριό προχωρούσε.
Ένας θίασος από καμιά δεκαριά άτομα που πορεύεται πεζή από χωριό σε χωριό είναι μια χαρούμενη συμφωνία, όταν την οδηγάει το πνεύμα της τέχνης και το πνεύμα του αγώνα. Γνωρίζαμε πως στην πορεία μπορεί να μας τύχαινε κανένα κακό συναπάντημα με περιπολίες του εχθρού, αλλά είμαστε αποφασισμένοι αγωνιστές και δε μας σκότιζαν τέτοιες έγνοιες. Ένας που έπαιζε τον πρίγκηπα στο Ρήγα είχε έρθει από αντάρτης στην ομάδα με όλον του τον οπλισμό, πιστόλι και χειροβομβίδες, κι άλλος ένας είχε μια ξιφολόγχη, αλλά ο καλύτερος οπλισμός μας ήταν η απόφασή μας. Πορευόμαστε σαν ψυχές ταμένες, σαν ψυχές με αποστολή. Με το βασταγό μας ή το μουλάρι μας που κουβάλαγε τα «σκηνικά», προχωρούσαμε διασκεδάζοντας και την πείνα και τους κόπους και την πεζοπορία.
Έτσι περάσαμε το θεσσαλικό κάμπο, περάσαμε μεσάνυχτα τη σιδηροδρομική γραμμή δυο φορές και φτάσαμε στα χωριά του Αλμυρού. Από κει περάσαμε στο Πήλιο και το γυρίσαμε όλο, ανατολικό και δυτικό, ώσπου καταλήξαμε στον Βόλο… Οι Γερμανοί φεύγανε και μεις μπαίναμε.
Στο κάθε χωριό που φτάναμε μας παραλάβαινε η ΕΠΟΝ του χωριού, που φρόντιζε για καταλύματα, το φτωχό φαΐ μας και για την παράσταση. Η αναγγελία για την παράσταση γινόταν από το καμπαναριό. Ένας ανεβασμένος απάνω βάραγε την καμπάνα, κι εξηγούσε στον κόσμο που μαζευότανε πως: το βράδυ με το ηλιοβασίλεμα θα ’χε θέατρο στο τάδε μέρος και να πάνε όλοι.
Την προσδιορισμένη ώρα ο λαός μαζευότανε, άντρες, γυναίκες και παιδιά, κουβαλώντας και καθίσματα και τα εισιτήρια τους στο χέρι. Τα εισιτήρια ήταν είδος: πατάτες, στάρι, καλαμπόκι, κάστανα, καρύδια, αβγά. λάδι. Και ταμίες και θυρωροί στεκόντουσαν δυο τρεις με τσουβάλια, και με δοχεία αυτός που είσπραττε το λάδι. Την είσπραξη την εμάζευε η ΕΠΟΝ για τον αγώνα κι εδώ όπως και στην Αθήνα.
Είπαμε για ταμίες και θυρωρούς, αλλά τους αναφέραμε καταχρηστικά, γιατί στην πραγματικότητα ήταν άχρηστοι. Ο λαός ήταν τόσο ανεβασμένος στο ύψος των περιστάσεων, που κανείς δεν μπορούσε ποτέ ούτε να το βάλει στο νου του να μπει λαθραία. Ακόμη και σε χωριά που το θέατρο ήταν ολότελα ξέφραγο κι ο καθένας μπορούσε να μπει και να πιάσει θέση όπου ήθελε, εντούτοις όλοι τραβούσαν γραμμή εκεί που έβλεπαν τους ταμίες με τα τσουβάλια τους, και τους έβλεπες να προχωρούνε στην ουρά υπομονετικοί, πολιτισμένοι, άλλος με τις πατάτες του, άλλος με το λάδι του, ή ό,τι άλλο, να τα παραδίνει και να περνάει κρατώντας το παιδί του απ’ το χέρι και την καρέκλα του να πάρει τη θέση του.
Σε όλες μας τις παραστάσεις φέρονταν με αξιοπρέπεια και θρησκευτική ευλάβεια και μ’ εντιμότητα παντού. Τόσο, που μας έκανε όλους να προσπαθούμε ν’ ανταποκριθούμε και να νιώθουμε δέος μπροστά σ’ αυτή τη λαϊκιάν ανωτερότητα.
Για ν’ αρχίσει η παράσταση έβγαινα πρώτα εγώ στο προσκήνιο, χτύπαγα με τη γκλίτσα μου το έδαφος και γινόταν ησυχία. Έλεγα μία προσλαλιά επαινετική για το χωριό που μας φιλοξενούσε. Έπειτα έβγαινε ο εξηγητής στεφανωμένος μ’ ένα πρόχειρο στεφάνι από κλαδί ή κλήμα, ή ό,τι άλλο πρόχειρο φύλλωμα. Φορούσε ένα μακρύ κομμάτι ύφασμα σαν πετραχήλι, που του έφτανε ως τα νύχια των ποδιών του και του ’δινε ένα ύφος, ενώ από πίσω του του ’φτανε μόνον ως τη μέση.
Τελειώνοντας το μέρος του, έφευγε προσκυνώντας και πισωπατώντας, ενώ το κοινό τον χειροκροτούσε πάντα με ξεχωριστή ευχαρίστηση, και γιατί ήταν παιδί και γιατί τα ’λεγε ωραία και επειδή εξηγούσε κάθε φορά τι θα γίνει παρακάτω.
Ο ρόλος αυτός είχε ανατεθεί στο γιο του Βασίλη Ρώτα, τον Νικηφόρο, που ήταν τότε δωδεκάχρονο παιδί και τώρα ένας από τους πιο σημαντικούς μας συνθέτες, με σπουδές στη Βιένη και εξαιρετικές συνθέσεις κλασικής μουσικής. Σύμφωνα με αφήγηση του Γεράσιμου Σταύρου, ο πρόλογος αυτός άρχιζε με τους παρακάτω στίχους:
Ω, να ’χαμε προσκήνιο την κορφή του Ολύμπου
και τη βροντή φωνή μας για να διαλαλούμε
της λευτεριάς το κήρυγμα στην οικουμένη!
[…]
Παρακαλούμε φίλοι κι ακριβοί θεατές μας
να δείξετε καλογνωμιά και συγκατάβαση
και με την πλούσια φαντασία σας να μπαλώσετε
τα φτωχικά μας μέσα. Στο πατάρι τούτο
να ιδείτε πολιτείες του παλιού καιρού κι ανθρώπους
πριν δυο αιώνες, όταν ο βραχνάς της βίας
πλάκωνε την Ελλάδα και τον κόσμον όλο…
Επακολουθούσαν στίχοι που αναφέρονταν στο περιεχόμενο του έργου και μετά απ’ αυτούς ο επίλογος:
Καλόβολοι φανείτε σας παρακαλούμε
γιατί όσο δε φαντάζεστε σας αγαπούμε
κι απ’ την καλή σας γνώμη κρέμεται η πνοή μας
στα χέρια σας είναι η χαρά μας κ’ η ζωή μας!
Και ο Β. Ρώτας συνεχίζει:
[…] Ύστερα ακολουθούσε η παράσταση και το ακροατήριο την παρακολουθούσε με τόσο πάθος, που τίποτα δεν μπορούσε να του χαλάσει την αφοσίωση.
Παντού έπρεπε να συμπληρωθεί ο θίασος με τ’ απαραίτητα πρόσωπα γιατί δεν είχε παρά μόνο πρωταγωνιστές, αλλά μας έλειπαν τα κοστούμια κι όλα τα εφόδια. Όμως ούτε οι εκτελεστές, ούτε το κοινό, σαν να ’χαν βγει απ’ το σχολειό του Σαίξπηρ, λογάριαζαν τα σκηνικά και τη φασαρία, κι ένας στη Ζαγορά αντάρτης πάνοπλος, που παρακολουθούσε την παράσταση, τόσο τον συνεπήρε η αγανάκτηση για τον προδότη Οικονόμου, που ’βγαλε το πιστόλι του και θα πιστόλιζε τον ηθοποιό, αν δεν πρόφταιναν οι διπλανοί του να τον συγκρατήσουν |… |
[…] Τέλος στο Βόλο δώσαμε μερικές παραστάσεις και ο «Θίασος της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας», που είχε συγκροτηθεί στο βουνό διαλύθηκε. Γυρίσαμε στην Αθήνα.**
(*) Βιογραφικά στοιχεία από άρθρο της Σοφίας Αδαμίδου στον Ριζοσπάστη (5/6/2011)
(**) Ευάγγελος Μαχαίρας, Η Τέχνης της Αντίστασης, εκδόσεις Προσκήνιο, Αθήνα 2008