Γάμπαρη Αμβρακικού
Η Γεωργία Τάτση γράφει συγκλονιστικά, κατορθώνει να συνδυάζει το πραγματικό με το φανταστικό, να δημιουργεί δυνατές εικόνες και να προκαλεί ακόμα πιο δυνατά συναισθήματα. Στη Γάμπαρη Αμβρακικού υπάρχουν τα γεγονότα που βλέπουμε μπροστά και εκείνα που βρίσκονται πίσω από αυτά.
Αρκετά χρόνια μετά το «Χορό στα ποτήρια» η Γεωργία Τάτση επανέρχεται με τη «Γάμπαρη Αμβρακικού». Μυθιστόρημα χωρισμένο σε τρεις ενότητες με τρεις κυρίαρχες μορφές σε κάθε μία από αυτές, του πατέρα, της μάνας και ανάμεσά τους της Αλεξάνδρας της μοναχοκόρης τους. Τρεις ζωές που δομούνται και αναπτύσσονται πάνω στη φράση του Μπόρχες «οι επαναλήψεις, οι παραλλαγές, οι συμμετρίες αρέσουν στη μοίρα».
Αφηγήτρια η Αλεξάνδρα σε ένα οδυνηρό ταξίδι αυτογνωσίας, αληθειών και ανακαλύψεων διασχίζει τη ζωή της ανάποδα, καταδύεται στο σκοτάδι του εσώτερου κόσμου της ψυχής, σκάβει, σκάβει, σκάβει, κλαίει και θρηνεί, θρηνεί, θρηνεί μέχρι να αρχίσει την αντίστροφη πορεία αναδυόμενη στο φως του ήλιου λυτρωμένη και καθαρμένη.
Σε αυτό το ταξίδι η Αλεξάνδρα εμφανίζεται πικραλίδα – γάμπαρη – χέλι – φωτεινό σκουληκάκι σηματοδοτώντας με πυκνό συμβολισμό κάθε μια στιγμή της ζωής της. Οι πολλαπλές μεταμορφώσεις την οδηγούν στον πιο βαθύ βυθό και στο πιο μαύρο σκοτάδι και από εκεί κάνοντας τούμπα, ξεγλιστράει και ανεβαίνει στην πιο φωτεινή και ηλιόλουστη επιφάνεια διάτρητη από φως.
«…δος μοι τούτον τον ξένον ίνα κρύψω εν τάφω…» είναι ο στίχος από το ιδιόμελο της Μεγάλης Παρασκευής που στριφογυρίζει μέσα της και ξένος είναι ο πατέρας της. Άγνωστος και απών από τη ζωή της. Νεκρός πολλά χρόνια πριν, ποιος ξέρει πού θαμμένος, αλλά ουσιαστικά για την Αλεξάνδρα άταφος. Μέχρι την παραλαβή του φακέλου του από το Ψυχιατρείο της Κέρκυρας πολλές οι υπεκφυγές γι’ αυτόν και τελικά μια μεγάλη σιωπή χρόνια τώρα.
Το περιεχόμενο του φακέλου βαρύ και μονόδρομη η πορεία προς την αλήθεια για αυτόν. Ποιος ήταν, πώς ήταν, πού ήταν, πώς πέθανε; Ένα κομμάτι του εαυτού της κομματιάζεται και μια μικρούλα ασπρόμαυρη φωτογραφία την οδηγεί σε μετωπική σύγκρουση με τον εαυτό της.
Η επιστροφή στο σπίτι από την Κέρκυρα και οι στάσεις του μετρό γίνονται το εύρημα για να κινηθεί η μνήμη της, η οποία αρχίζει να λειτουργεί μέσα στη μνήμη της και οι συνειρμοί διαδέχονται ο ένας τον άλλο. Σειρά εικόνων, ρεαλιστικών και υπερρεαλιστικών, μπαινοβγαίνουν η μία μέσα στην άλλη και έχουν τη μορφή αναμνήσεων από τα παιδικά χρόνια, παραισθήσεων, ονείρων και ήχων. Η Αλεξάνδρα σκάβει στη σκοτεινή στοά του εαυτού της προκαλώντας αβάσταχτο και συνεχή πόνο όπως όταν ένα ασπραγκάθι βυθίζεται στο μαλακό δέρμα.
Το ανακάλεμα αγαπημένων προσώπων ή συνηθειών είναι το τέχνασμα για να φωτίσει τα σκοτάδια της. Καταστρέφει και θάβει ό,τι μπορεί να αναφέρεται στον πατέρα που δεν γνώρισε. Παιδί ακόμα προχωράει στην πρώτη ταφή του ξένου και έτσι νομίζει ότι ξεμπέρδεψε μαζί του. Όμως χρόνια μετά το ρήγμα υπάρχει, ο σεισμός εξακολουθεί να την ταρακουνάει και να την ανακατώνει και αυτή αιωρείται ανάμεσα σε δύο κόσμους, δίψυχη, να μην ξέρει πού να πατήσει για να μην καταποντιστεί. Άνθρωποι, ρούχα, εικόνες, έργα τέχνης, στάσεις και τόποι οδηγούν τη σκέψη της στους νεκρούς, στα νεκροταφεία, στα εικονοστάσια και τελικά στα κενοτάφια. Και ο πατέρας με τη μορφή ενός κότσυφα – κερομύτη με χέρια φτερά.
Ακολουθεί η δεύτερη ταφή του πατέρα μέσα στο συρτάρι. Ο νεκρός έχει το σχήμα του ιατρικού φακέλου. Η ιδεατή αυτή ταφή ακολουθεί το τυπικό του μνημόσυνου, τρεις μέρες, εννιά μέρες, σαράντα μέρες. Πένθος και εσωτερικός σπαραγμός καθώς κάθε φορά μια σημαντική αποκάλυψη έρχεται να καλύψει το κενό.
Όσο προχωράει το σκάψιμο ο πόνος γίνεται ακόμη πιο βαθύς, όμως το σκοτάδι δεν είναι αδιαπέραστο. Σιγά σιγά αρχίζει η ανάδυση στο φως. Ο αντικατοπτρισμός του ήλιου και η ανάμνηση μιας μουσικής, ενός σκοπού, ενός τραγουδιού που το κουβαλούσε η Αλεξάνδρα μέσα της και λειτουργεί ως αντιστάθμισμα σε εκείνον τον άλλο ήλιο του επιτάφιου θρήνου, «Τον ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας». ‘Ενας ήλιος που οδηγεί σε δύο χορούς αντιθετικούς. Το πάνω και κάτω…
«Ήλιε μ’ που βγαίνεις το πρωί και τα βουνά ζεσταίνεις…»
Η μάνα της, στο πανηγύρι του χωριού, χορεύει τον ήλιο σόλο. Χορός αέρινος με τη μάνα σε χρώμα μπλε και ένα ζευγάρι πέδιλα φιλέ να στροβιλίζεται, να εκτινάσσεται, να αναλήπτεται και να αιωρείται και να ακολουθεί η Αλεξάνδρα, μικρό παιδί, σε ένα χορό γήινο, μπροστά στο ρήγμα, στο κενό, να βουλιάζει, να διαλύεται χωρίς να ξέρει αν βρίσκεται στο βάθος του ουρανού ή στο βάθος της θάλασσας.
Από την αναζήτηση της μορφής του πατέρα η Αλεξάνδρα επιστρέφει στη δική της αναζήτηση, στα χρόνια που έρχεται στην Αθήνα, έφηβη και χωρίς τη θέλησή της, σημαδεμένη από αυτή την αναχώρηση από το χωριό, από τη μάνα της. Η Αλεξάνδρα ως πολιτικά δρώσα σε μια αναζήτηση του φωτός και της ελπίδας σε έναν αγώνα αγνό. Χούντα και πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια που τη σημαδεύουν και η σκέψη της γυρίζει συνεχώς προς τα πίσω ανασύροντας χώρους και πρόσωπα λησμονημένα που μέσα της συγχωνεύονται και είναι παρόντα είτε είναι νεκρά είτε ζωντανά.
Και έρχεται η στιγμή που μέσα της αρχίζουν να έλκονται ο άγνωστος και νεκρός πατέρας με την μελλοθάνατη μάνα.
Ποια ήταν όμως η μάνα της Αλεξάνδρας; Η αποκάλυψη της ταυτότητας της έρχεται με το θάνατό της. Η μάνα σε αντίθετη θέση από τον πατέρα υπήρξε παρούσα, ζωντανή, με πολιτική δράση. Η σχέση των δύο γυναικών ήταν έντονη ανάμεσα σε συγκρούσεις προσωπικές και ιδεολογικές, αγάπης και μίσους, εκδίκησης και συγκατάβασης, ενοχής και συγχώρεσης. Οι πολιτικές πράξεις της μάνας όρισαν και το πολιτικό μέγεθος της κόρης. Ορθώθηκαν μπροστά της σαν τείχος, πειρασμός και αντίσταση.
Μπροστά στην αγωνία του επικείμενου θανάτου έρχεται και πάλι το τραγούδι του ήλιου «Ήλιε μ’ που βγαίνεις το πρωί και τα βουνά ζεσταίνεις…» να λειτουργήσει εξιλεωτικά και στις δύο.
«Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζομένη εκ του σώματος».
Εκεί πάνω στο κρεβάτι του θανάτου η μάνα που την έδωσε, η γυναίκα που δεν έθαψε ποτέ τον άντρα της και δεν του έφτιαξε ούτε ένα κενοτάφιο, η γυναίκα που μέσα της κουβαλούσε τον έρωτα που δεν πρόλαβε να ζήσει, η γυναίκα η αγωνίστρια που δεν λύγισε. Πάνω από το κρεββάτι σκυμμένη η κόρη που βλέπει τη μάνα της «ως άνθος μαραίνεται και ως όναρ παρέρχεται και διαλύεται ο άνθρωπος» και θρηνεί και της σιγοτραγουδάει, η κόρη που ήθελε να την εκδικηθεί για τη ζωή που της στέρησε, η κόρη που δεν την αποκήρυξε για την πολιτική της δράση υπογράφοντας το χαρτάκι με τις πράξεις της, η κόρη που συγχωρεί και μέσα στο θρήνο της αποφασίζει να κλείσει τον κύκλο και να αποκαταστήσει την ηθική τάξη, να απελευθερωθεί από το βάρος, να λυτρωθεί.
Και τότε έρχεται η τρίτη ταφή του πατέρα. Η μάνα και ο πατέρας μαζί . Η Αλεξάνδρα που δεν χάρηκε κανέναν από τους δυο όσο ήταν ζωντανοί αποδέχεται, συγχωρεί, αποδεσμεύεται, καθάρεται.
Η Γεωργία Τάτση γράφει συγκλονιστικά, κατορθώνει να συνδυάζει το πραγματικό με το φανταστικό, να δημιουργεί δυνατές εικόνες και να προκαλεί ακόμα πιο δυνατά συναισθήματα. Στη Γάμπαρη Αμβρακικού υπάρχουν τα γεγονότα που βλέπουμε μπροστά και εκείνα που βρίσκονται πίσω από αυτά. Είναι οι εποχές με τα πολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν τους ανθρώπους , πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές του μυθιστορήματος. Αυτά είναι δεμένα με τις ζωές τους, τις φωτίζουν και θα τα νιώσουμε να ζουν είτε ακούγοντας το σπαρακτικό τραγούδι της Γιώτας Λύδια, είτε την είδηση για τη δολοφονία του Λαμπράκη, είτε μέσα από τις καρτούλες των Φυλακών Αβέρωφ, είτε από το κρεμασμένο στο λαιμό ραδιόφωνο που παραπέμπει στις πινακίδες των εκτελεσμένων του εμφυλίου. Και τα φυσικά φαινόμενα, οι σεισμοί της Κεφαλλονιάς έχουν αφήσει και αυτοί το στίγμα τους. Η πολιτική δράση της Αλεξάνδρας και η χούντα, η συνωμοτική δουλειά, αλλά και οι ανησυχίες, το πείσμα, ίσως και η αφέλεια προϊόν της αγνότητας, μαζί με τις ιδεολογικές συγκρούσεις των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων από τα οποία δεν έλειψαν και οι τρομοκρατικές ενέργειες με τις μεγάλες συνέπειες στη ζωή της Αλεξάνδρας.
Με πλάγια γραφή η συγγραφέας αποτυπώνει τις εσωτερικές της φωνές, τις σκέψεις της, σπαράγματα στίχων, τραγουδιών και ύμνων. Ακόμη τις μυστικές συνομιλίες με τα πουλιά και τους νεκρούς.
Η συγγραφέας ερωτευμένη με σπάνια κομμάτια της παράδοσης κατορθώνει να τα εκφράσει παραστατικότατα με αφήγηση που στηρίζεται σε λόγο κοφτό και μικρές προτάσεις, χωρίς ρήματα οι περισσότερες. Έτσι απολαμβάνουμε το χορό της μάνας και της Αλεξάνδρας. Ήλιος σόλο!
Δευτερεύοντα πρόσωπα έχουν το δικό τους ρόλο, όπως ο τυφλός νονός με το άρωμα λυγαριάς και την ενορατική ικανότητα, η γιαγιά και η καταλυτική σχέση της με την Αλεξάνδρα, η μυρωδιά του ασβέστη και των εσπεριδοειδών.
Θα ξεχωρίσω από τις πολλές δυνατές εικόνες πρώτα εκείνη της μάνας που συνομιλεί με τους νεκρούς στο νεκροταφείο. Συνταρακτική! Και μετά εκείνη της κηδείας , η περιγραφή της οποίας μου έφερε στο νου τον πίνακα του Σαγκάλ.
«Πάνω από την πόλη» όπου ένα ερωτευμένο ζευγάρι αιωρείται αγκαλιασμένο πάνω από την πόλη. Ποίηση και φαντασία συγκλονιστικά αποδοσμένα. Η εικόνα της ζωής που ξεπετάγεται μέσα από τον τάφο μαζί με «ένα κλάμα σαν αχ».
Σοφία Χατζηκυριάκου – Βώττη / ofisofi
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback