Στρατής Δούκας: «Δεν πολέμησα για τη λευτεριά της πατρίδας μου με σκοπό να πληρωθώ…» – Ο αντιπολεμικός λογοτέχνης που αποσιώπησε η «γενιά του ’30»
Ο Στρατής Δούκας είχε μια παρόμοια τύχη με τον Βάρναλη. Η επίσημη αναγνώριση ήρθε αργά. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες στη Μακεδονία και τη Μικρασία, όπου και τραυματίστηκε. Το κράτος θα του δώσει στρατιωτική σύνταξη, εκείνος όμως την αποποιήθηκε.
“Ο Στρατής Δούκας είχε μια παρόμοια τύχη με το Βάρναλη. Η επίσημη αναγνώριση ήρθε αργά. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια, τη μέρα που τον τιμούσε ο Δήμος Ζωγράφου, ψιθύρισε στη Φαίδρα Ζαμπαθά – Παγουλάτου: «Είναι αργά, πια, παιδί μου». Και ήταν πραγματικά πολύ αργά… Πήρε μέρος σε πολλές μάχες στη Μακεδονία και τη Μικρασία, όπου και τραυματίστηκε. Το κράτος θα του δώσει στρατιωτική σύνταξη, εκείνος όμως την αποποιήθηκε λέγοντας: «Δεν πολέμησα για τη λευτεριά της πατρίδας μου με σκοπό να πληρωθώ. Η σύνταξη ας πάει στα ορφανά και τις χήρες» (μαρτυρία της Φαίδρας Ζαμπαθά-Παγουλάτου).”
Ο Στρατής Δούκας (γεννήθηκε στη Μικρά Ασία στις 6 του Μάη 1895 και έφυγε από τη ζωή στις 26 του Νοέμβρη 1983) συγκαταλέγεται στις σημαντικές μορφές των γραμμάτων μας. Ένας σημαντικός, όμως, συγγραφέας που παραμένει σχεδόν άγνωστος και μνημονεύται, κυρίως, για το αυτοβιογραφικό αφήγημά του «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» που περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο στιγμές από όσα έζησαν όσοι δεν κατάφεραν να διαφύγουν έγκαιρα από τα μικρασιατικά παράλια, το 1922.
Την προσωπικότητα του Στρατή Δούκα, που υπήρξε και ζωγράφος, τις επιρροές του και τις συνθήκες που τη διαμόρφωσαν, πτυχές του έργου του, αλλά και τους λόγους για τους οποίους βρέθηκε παραγκωνισμένος και κρατήθηκε στην αφάνεια από τους περισσότερους ομότεχνούς του, της λεγόμενης «γενιάς του ’30» και κριτικούς και μελετητές της λογοτεχνίας, μας βοηθάει να γνωρίσουμε ο δημοσιογράφος-συγγραφέας Μιχάλης Παπαϊωάννου ή Μ. Μ. Παπαϊωάννου, όπως συνήθιζε να υπογράφει τα άρθρα του, σε αφιέρωμα που φιλοξενήθηκε στις σελίδες του Ριζοσπάστη, την Κυριακή 11 του Δεκέμβρη 1983.
Αντιγράφουμε από το Ριζοσπάστη το εκτενές αλλά πολύ ενδιαφέρον άρθρο, που δημοσιεύτηκε λίγες μέρες μετά τον θάνατό του και στο οποίο καταγράφεται και η μαρτυρία της ποιήτριας-πεζογράφου Φαίδρας Ζαμπαθά – Παγουλάτου (οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Ο θάνατος του Στρατή Δούκα έκανε ακόμα πιο αισθητή την ανάγκη να μελετηθεί συστηματικά πια η λογοτεχνία, η πνευματική και καλλιτεχνική ζωή του μεσοπολέμου. Απ’ όσα γράφτηκαν και ειπώθηκαν για το Μικρασιάτη συγγραφέα και ζωγράφο φάνηκε πως μισό αιώνα τουλάχιστον γύριζε ανάμεσά μας σαν ένας άγνωστος. Πέρα από την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» τίποτ’ άλλο δεν ξέραν να πουν για το έργο και τη δράση του. Και την «Ιστορία» του μάλλον την παίνευαν μηχανικά κάτω από την πίεση της επικαιρότητας. Δε θα τους ρίξει κανείς ευθύνη για την έλλειψή τους αυτή.
Η άγνοια εξηγείται αν μελετήσει κανείς προσεχτικά τις κοινωνικές συγκρούσεις, την πάλη των τάξεων στην περίοδο του μεσοπολέμου και μετά, ως τα σήμερα. Η λεγόμενη γενιά του τριάντα προσπάθησε συνειδητά και πέτυχε με το θόρυβο που προκάλεσε γύρω της, με την προβολή της να εξαφανίσει μέσα στη σιωπή ό,τι δεν υπάκουε στα προστάγματα της, όποιον δεν εγκολπώνονταν την ιδεολογία της. Αν πάρουμε έναν ένα τους κύριους εκπροσώπους της, πολύ γρήγορα θα φτάσουμε σε ακλόνητες διαπιστώσεις. Οι προθέσεις της εκφράζονται λαμπρά από το Κ.Θ. Δημαρά στην «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας». Εκεί μέσα ο μηχανισμός της παρασιώπησης και της παραμόρφωσης κινείται με μια αριστοκρατική ψυχρή λεπτότητα. Ξεφυλλίστε τις σελίδες του «Ευρετηρίου» της (τέταρτη έκδοση – 1968) δε θα βρείτε το όνομα του Στρατή Δούκα. Και σεις τον είπατε μεγάλο, τον δεχτήκατε για μεγάλο. Η «Ιστορία» η γραμμένη από τον πιο υπεύθυνο απολογητή της γενιάς του σας αφήνει εκτεθειμένο. Τον αγνοεί! Με ποιο κριτήριο; Με το κριτήριο που αγνοεί και το Λουντέμη, την Έλλη Αλεξίου πχ ή μειώνει το Βάρναλη, το Μάρκο Αυγέρη και υπερτιμάει το Γιάννη Αποστολάκη, το Φώτο Πολίτη και άλλους όμοιους. Με κριτήριο λοιπόν κοινωνιολογικό.
Ακόμα ίσχυσε δυστυχώς κι ένα κριτήριο κοσμικό, της Μονταίν, που παλιότερα παρακολουθούσε από τις στήλες των εφημερίδων την κοσμική ζωή της Αθήνας. Από τους κοσμικούς της λογοτεχνίας μας ο Κοτζιούλας, ο Βέλμος, ο Γ. Γρηγόρης, ο Ζ. Σκάρος, ο Γ. Πολιτάρχης, κατατάχτηκαν στην «μπας κλας», τη χωρίς δικαιώματα στον κόσμο του πνεύματος. Στο μεσοπόλεμο συνέβηκε να μη λογιαριάζονται, να απορρίπτονται αυτοί οι μικροαστισμοί από τους γνησιότερους πνευματικούς ανθρώπους. Αυτοί οι απλοί άνθρωποι του πόνου, όπως τους ονόμαζε ο Αναστάσιος Δρίβας —κι αυτός δεν αναφέρεται στην «Ιστορία»— στο «Φραγκέλιο». Κι όμως οι τέτιοι λογοτέχνες —οι περισσότεροί τους είχαν και τίτλους πανεπιστημιακούς— αποτέλεσαν τάση ξεχωριστή μέσα στην πνευματική ζωή του μεσοπολέμου. Αναζήτησαν τη λαϊκή ανεπιτηδειότητα στην έκφραση, τη λαϊκή ειλικρίνεια και αυθορμησία. Ακολουθούσαν κοινούς δρόμους με τους λαογράφους, όμως αντί να πάνε πίσω στα παλιά χρόνια για να ανακαλύψουν μνημεία του λόγου θαυμαστά τις περισσότερες φορές, αλλά με σταματημένη την εξέλιξή τους, νεκρά μέσα στο χρόνο, βρίσκαν τη συνέχεια της παράδοσης στην κουβέντα, στις αφηγήσεις των συγχρόνων τους ανθρώπων του λαού. Όπως ο Δ. Λουκόπουλος έδωσε στα δυο αριστουργήματά του «Στα βουνά του Κατσαντώνη» και «Στ’ Αγραφα» το ζωντανό προφορικό λόγο του Ρουμελιώτη, έτσι αυτοί, παράλληλα, στράφηκαν προς το λαϊκό άνθρωπο της πόλης χωρίς αστικές και μικροαστικές προκαταλήψεις. Αυτός ο προσανατολισμός παρουσιάζεται με πολλές διακλαδώσεις και πολλές συνοδοιπορίες χωρίς σε καμιά απ’ αυτές να χάνεται η ιδιαίτερη φυσιογνωμία.
Ο Στρατής Δούκας από το γυμνάσιο ακόμα των Κυδωνιών είχε συνδεθεί με το συμπατριώτη του το Φώτη Κόντογλου. Αυτός τον εμύησε στο δημοτικισμό και του έδωσε αρχικά την κατεύθυνση προς το θρησκευτικό μυστικισμό, τον αναχωρητισμό και τη λαογραφία. Αργότερα στη Μυτιλήνη ο δεσμός του με τον Αντώνη Πρωτοπάτση, το ζωγράφο και ποιητή, του ενίσχυσε το ενδιαφέρον για τη λαογραφική έρευνα και τον έμπασε στο κίνημα το γνωστό στη Μυτιλήνη με το όνομα «Λεσβιακή άνοιξη». Στην Αθήνα, φοιτητής πια της νομικής ή και αργότερα μπαίνει στον κύκλο του περιοδικού «Φραγκέλιο», που το έβγαζε ο Βέλμος από το 1926 ως το 1929. Σταματάει τις σπουδές για να βρει τη θέση του στους ασπούδαστους λογοτέχνες και καλλιτέχνες. Διανύει πια την τέταρτη δεκαετία της ζωής του.
Γεννήθηκε στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) στα 1895. Στο δημοτικό σχολειό 1901-1907. Στο γυμνάσιο 1908-1912. Ο ίδιος ο Δούκας σε μια επιστολική αυτοβιογραφία του γράφει για τις πρώτες καταβολές του: «Εξωσχολικά ακροάματα και αναγνώσματα από τις λαϊκές φυλλάδες της οικογενειακής μας φίλης, της γιαγιά – Μελαχρινιώς: Ερωτόκριτος, Ιστορίες του Μπερτόλδου και Μπερτολδίνου, τ’ Ανακρεόντια του Χριστόπουλου, τα ζακυνθινά του Σολωμού, Ημερολόγια του Σκόκου και της Ελένης Σβορώνου και λίγη «Διάπλαση» (των Παίδων) που δε μου άρεσε και τη διέκοψα». Στην περίοδο του γυμνασίου: «Οικότροφος σε ξεπεσμένη παλιά οικογένεια, είχα την τύχη να καταβροχθίσω, με ολονύχτιες αναγνώσεις, ολόκληρη βιβλιοθήκη από τα ογκώδη γαλλικά μυθιστορήματα του Δουμά πατέρα και του Ευγένιου Σύη: ο Κόμης Μόντε Χρίστος, οι τρεις σωματοφύλακες, Τα απόκρυφα των Παρισίων, ενώ ο φίλος μου Κόντογλου με τον οποίο συνδέθηκα από το δεύτερο χρόνο στενά καταβρόζδιζε τα περιπετειώδη μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν».
Στην ηλικία του μαθητή του γυμνασίου περισσότερο τον απασχολούσαν οι εκδόσεις Φέξη που είχαν «τόσο ενδιαφέρον». Έπεσε με τα μούτρα, όπως γράφει στα φιλοσοφικά βιβλία. Ιδιαίτερα δυο συγγραφείς τον συγκλόνισαν. Ο Νίτσε «με το μυθοπλαστικό συμβολισμό του και το μαστιγωτικό λυρισμό του λόγου του και ο Τολστόι με τον αναχωρητισμό του, που άπλωσαν αμέσως δυο ισχυρά ιδεολογικά ρεύματα: Το Νιτσεϊσμό και τον Τολστοϊκό αναχωρητισμό.
Στην Αθήνα που ήρθαν ο Δούκας για το Πανεπιστήμιο και ο Κόντογλου για το Πολυτεχνείο και για ζωγραφική (1912-1914) τους τραντάζουν οι Ελληνοκεντρικοί: Περικλής Γιαννόπουλος, Δραγούμης, Βλαχογιάννης από τους οποίους γρήγορα τους απαλλάσσουν οι «διεθνικοί» με τα ιστορικά τους περιοδικά «Τέχνη» και «Διόνυσος», όπου γνωρίζουν τον Καμπύση, το Μαβίλη το Χατζόπουλο και τόσα άλλα. Εκτός από τα περιοδικά αυτά, «διαθέτοντας ίδιον βαλλάντιον», γράφει ο Δούκας, «έχω αποκτήσει μια ολόκληρη δεκαετία των «Παναθηναίων» και του «Νουμά» που ενημερώνουμαι απ’ την κονταρομαχία του Σκληρού με το Δραγούμη, καθώς κι απ’ πρώτο, πρωτογνωρίζω τους «Δυστυχισμένους» και τις «Λευκές Νύχτες» του Ντοστογιέφσκι μεταφρασμένα από το Νιρβάνα, και τον «Τσελκάς» του Γκόρκυ, αν δεν με απατά η μνήμη μου, από τον ίδιο. Από τα «Προπύλαια» του Βλαχογιάννη ενημερώνουμαι για το Βηλαρά και τη γραφή του, που την εφαρμόζω αμέσως στην αλληλογραφία μου… Αυτά τα χρόνια απόχτησα και μερικά σπάνια βιβλία όπως τη λιγοσέλιδη ποιητική συλλογή του Καβάφη με πρόλογο του Ξενόπουλου, που παρά το ιδιότυπό του δεν μου έκανε μεγάλη εντύπωση, τα Άπαντα του Σολωμού με προλεγόμενα του Πολυλά, έκδοση Κέρκυρας, καθώς και τη μετάφραση της Τρικυμίας του Σαίξπηρ από τον ίδιο. Ακόμα τούτον τον καιρό απόκτησα και άλλα 16 βιβλία σταλμένα απ’ ευθείας από τον Α. Πάλλη, ύστερ’ από γράμμα μου, όπου μαζί με την Ιλιάδα, το Ευαγγέλιο και τα «Κούφια καρύδια» του μου στέλνει Παλαμά, Εφταλιώτη ολόκληρο…και δεν είναι τα μόνα· αξέχαστη όμως εντύπωση θα μ’ αφήνουν από τότε, εκτός από το Σολωμό, που μπροστά του άρχισε να υποχωρεί ο παλαιός παλαμισμός μου, η Τρικυμία του Σαίξπηρ… Απ’ τους δικούς μας εξαιρετικά με συγκίνησε ο Ξενόπουλος με τον «Κόκκινο βράχο». Με βρήκε απάνω στην εφηβεία μου και με συγκλόνισε η παρθενική αγάπη της Φωτεινής Σάντρη στον μεγαλύτερο εξάδελφό της…».
Ο Δούκας στέκεται πολύ σ’ αυτά, γιατί τα θεωρεί στοιχεία απαραίτητα για τη γνωριμία με μια προσωπικότητα πνευματική. Τσιμπημένος από τον εθνικισμό, το νιτσεϊσμό και τον αναχωρητισμό, ωστόσο με την κήρυξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1912 δε δυσκολεύτηκε στο καφενείο «Νέο Κέντρο» να μιλήσει εναντίον του πολέμου. «Ύστερα από μια άτυχη νεανική περιπέτεια, εξομολογείται, ανακόπτεται η φυσική αισιοδοξία μου, διακόπτω τις σπουδές μου για να αναχωρήσω στο Άγιο Όρος, που το έβλεπα σαν τον πιο ιδανικό τόπο για θεωρητική ζωή. Αυτή η τετράμηνη περίοδος, Σεπτέμβρης – Δεκέμβρης, είναι μια μεγάλη ψυχική περιπέτεια, που δε χωράει ολόκληρη εδώ…».
Από παντού δέχεται επιδράσεις. Επειδή όμως του λείπει η δύναμη να διαλέξει ποια απ’ αυτές θα άντεχε μέσα στο χρόνο και θα τον βοηθούσε να διαμόρφωσει μια ενιαία προσωπικότητα, στο τέλος έμεινε ακαταστάλαχτος, μάλλον ένας ρομαντικός. Από το Άγιον Όρος τραβάει για τη Μυτιλήνη, όπου περνάει όλο το 1915 και το μισό 1916. Συνδέεται με τον Αντώνη Πρωτοπάτση και το σπίτι του. «Η προηγούμενη πνευματική μας καλλιέργεια, γράφει, είναι σχεδόν κοινή και έτσι το πνεύμα μας βρίσκεται σε απόλυτη ανταπόκριση: Σολωμός, Μπωντλέρ, Πόε. Βυζαντινή μουσική, ευρωπαϊκή». Κοινός όμως είναι και ο λαϊκισμός τους. Κινημένοι κ’ οι δυο από το κήρυγμα του Νικόλαου Πολίτη, ξεκινούν μ’ όλη την παρέα για λαογνωσία. Περιοδεύουν όλη τη Λέσβο. «Το λαϊκιστικό τούτο κίνημα, γράφει, συνδέεται άμεσα με τις ενδιάθετες ροπές μου για απλότητα με το παιδικό μου κίνημα των «ζευγάδων» και την αγάπη μου στη φύση. Αυτός ο λαϊκισμός μας όπως και ο Ρούσικος των «ναρόντικι» είναι η πρώτη μορφή μιας συνειδητή κοινωνιστικής ιδεολογίας».
Ο Πρωτοπάτσης, λοιπόν, και το περιβάλλον του στάθηκε για το Δούκα ένας νέος πνευματικός σταθμός μετά από τη γνωριμία του Κόντογλου. Αλλά ο παγκόσμιος πόλεμος τους χωρίζει. Αφού επιχείρησε να φύγει για εργάτης στη Γαλλία και δεν τα κατάφερε, πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη και κατά τον Ιούλιο του 1916 κατατάσσεται στην Εθνική Άμυνα. Στους ουλαμούς της Θεσσαλονίκης του 1918 συναντήθηκε με το Μυριβήλη, το Μάκιστο, τον Πεσμαζόγλου κ.ά. Στο καφενεδάκι που καταφεύγανε τα βράδια γνώρισε τον Καραγκιόζη, το Βέλμο που με την αδελφή του κι άλλους είχε συγκροτήσει το στρατιωτικό θίασο της Τούμπας. Μεταξύ άλλων έπαιξε και τη «Γαλάτεια» του Σπ. Βασιλειάδη μεταφρασμένη από τον ίδιο στη δημοτική.
Στο μεταξύ έχει ξεσπάσει και η ρωσική επανάσταση. Μετά τη μάχη της Δοϊράνης, που πήρε μέρος και η μεραρχία Σερρών, το πρώτο της σύνταγμα στο οποίο ανήκε και ο Δούκας, βρέθηκε στρατοπεδευμένο στις Σέρρες. Εκεί τα βράδια η παρέα του κραδαίνοντας τα χασαπομάχαιρα και τα πηλήκια παρασταίναν τους επαναστάτες. Αυτή η παρέα διάβαζε το «Ριζοσπάστη» του Πετσόπουλου και καμιά δεκαριά αξιωματικοί συνεννοημένοι, ζητούσαν να τους στείλουν στο μέτωπο της Ουκρανίας, για να λιποταχτήσουν από τις τάξεις του στρατού και να προχωρήσουν στους μπολσεβίκους. Αλλά τους υποψιάστηκαν και τους στείλαν στη Μικρά Ασία. Στις Κυδωνιές συναντήθηκε με τους δικούς του, που είχαν παλιννοστήσει από την πρώτη προσφυγιά.
Και μια έκπληξη. Εκεί συναντήθηκε με τον Κόντογλου, που είχε γυρίσει από το Παρίσι. Τότε διάβασε στο χειρόγραφο τον «Πέδρο – Κάζας», που τον έφερε τελειωμένο από το Παρίσι και σε λίγο (1920) «τον τύπωσα με τα χρήματά μου εγώ, για πρώτη φορά στο Αϊβαλί στα Τυπογραφεία του Αιολικού Αστέρος και όχι όπως γράφει στο Παρίσι, πράγμα που δυσκόλεψε τους γραμματολόγους μας». Είναι αξιοσημείωτο, γράφει επίσης ο Δούκας, καθόλου τυχαίο και πρέπει να προσεχθεί πως κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, στο πολεμικό και μεταπολεμικό Παρίσι, με τα πρωτοποριακά ρούσικα μπαλέτα του Διαγκίλεφ, όλοι οι δικοί μας βρίσκονται εκεί, εκτός από τους μόνιμα εγκατεστημένους Γαλάνη και Κώστα Δημητριάδη, και όσοι άλλοι βρέθηκαν, Κόντογλου, Βάρναλης, Παπαλουκάς, Κεφαληνός κόβονται απότομα από τη στενή ελλαδική παράδοση, ξανοίγονται σε νέους ευρύτερους ορίζοντες, μεταφέροντας με τον ερχομό εδώ μια γενικότερη ανανέωση».
Στη συνέχεια ο Δούκας τραυματίστηκε στο μέτωπο της Προύσας, στη μάχη Ενι-γκιόλ και διακομίστηκε στην Προύσα, όπου νοσηλεύτηκε δυο μήνες κι από κει στην Αθήνα στο 7 και κατόπιν στο 1 νοσοκομείο Μαρογιάννη. Ένας φίλος του έδωσε τα έργα του Βέλμου. Του κάναν ζωηρή εντύπωση. Δεν μπορούσε να διακρίνει τις επιδράσεις του. Δίνει τον ακόλουθο χαρακτηρισμό του Βέλμου: «Αντικοινωνικός, επαναστάτης στο κοινωνικό κατεστημένο, μάλλον αναρχικός παρά συνειδητός και εντεταγμένος στον αγώνα επαναστάτης. Ωστόσο στο αρχείο του βρήκα απόδειξη πληρωμής στο κόμμα υπογεγραμμένη από τον τότε ταμεία του Φίτσιο και μ’ όλο που δεν θυμάμαι την ακριβή ημερομηνία της βρίσκομαι με την εντύπωση πως ήταν από τους πρώτους χρόνους της συστάσεως του κόμματος».
Ο Δούκας αναγνωρίζει πως και τέτιος που ήταν ο Βέλμος τον επηρέασε. Η επαναστατικότητά του τον ωφέλησε, του διεύρυνε λίγο το στενό αστικό του κορσέ, που φορούσε ως τότε, όπως γράφει ο ίδιος στην επιστολική του αυτοβιογραφία. Καθαρή συνείδηση όπως ήταν δέχονταν τα νέα μηνύματα των καιρών, όπως κυκλοφορούσαν στην ατμόσφαιρα μ’ ένα περιεχόμενο ανθρωπιστικό περισσότερο.
Τη δραστηριότητά του τη σκορπούσε σε κινήσεις πνευματικές και καλλιτεχνικές, στην ανάπτυξη βιοτεχνικών τεχνών, στην ανανέωση των εκφραστικών μέσων στην τέχνη. Προβλήματα ιδεολογίας δεν τον απασχολούσαν. Κείνη την εποχή η στάση του απέναντι του πολέμου και της στρατιωτικής ζωής δεν άφηνε αμφιβολίες και αυτό φαίνεται στην αντιπολεμική του «ιστορία ενός αιχμαλώτου», αλλά και από τον έντονο αναχωρητισμό του, ο οποίος έκλεινε μέσα του μια διάθεση φυγής. Στα 1921 όντας ακόμα στην Κομοτηνή, η στρατιωτική υπηρεσία του πρότεινε να μονιμοποιηθεί. Την αρνήθηκε γιατί η ζωή του στρατού δεν ταίριαζε στο χαρακτήρα του.
Κατέβηκε στην Αθήνα. Ο φίλος και συμπολεμιστής του Πεσμαζόγλου είχε ιδρύσει ένα μικρό εργαστήριο ανατολικής αγγειοπλαστικής της Κιουτάχειας. Από κει ξεκίνησε για να οργανώσει στα 1923 την έκθεση ανατολίτικου ταπέτου και αγγειοπλαστικής της Κιουτάχειας από το Λύκειο Ελληνίδων. Αυτή την έκθεση ο Δούκας τη λογαριάζει στα σημαντικότερα επιτεύγματά του: «Δεν πρέπει να σταθώ, γράφει, παρά μόνο στην «Έκθεση του Λυκείου των Ελληνίδων» έμπνευση και εκτέλεση δικιά μου όπου ένωσα τον Κόντογλου μετακαλώντας τον από τη Μυτιλήνη, με τα ανατολίτικα ταπέτα και την αγγειοπλαστική της Κιουτάχειας, όπου με τον τοπικό της χαρακτήρα και την τόσο σύντομη και ελπιδοφόρα ανασύνταξη από τη Μικρασιατική Καταστροφή, παρουσιάστηκε τότε σα θαύμα. Όμως η έκθεση αυτή αν αποκατάστησε οικονομικά το φίλο μου και τις ανατολικές χειροτεχνίες στα πρώτα δύσκολα χρόνια της μεταφύτευσής της, επέλυσε και το δικό μου οικονομικό πρόβλημα».
Μια άλλη έκθεση που προσθέτει στο ενεργητικό του ο Δούκας, είναι αυτή που οργάνωσε στη Θεσσαλονίκη με έργα του ζωγράφου Σπύρου Παπαλουκά. Πραγματικά αν σκεφτεί κανείς τη θέση που κατέχουν οι δυο αυτοί προστατευόμενοί του, ο Φώτης Κόντογλου στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία και ο Παπαλουκάς στη νεοελληνική ζωγραφική, θα του δώσει δίκαιο. Για το Δούκα δε βρέθηκε κανένας να ενδιαφερθεί όπως αυτός για άλλους και για την πνευματική ανάπτυξη της χώρας μας. «Έτσι, γράφει στο γράμμα του, η δύσκολη θέση του άλλου φίλου μου Παπαλουκά (ο πρώτος ήταν ο Κόντογλου) κι η δική μου φυγή και κλίση στον αναχωρητισμό, μ’ έφερε για δεύτερη φορά στο Άγιον Όρος που μείναμε (με τον Παπαλουκά) ακριβώς δυο χρόνια, από το Νοέμβρη του 1923 ως το Νοέμβρη του 1926 (;)».
Από το Άγιον Όρος βρίσκεται στη Μυτιλήνη όπου οργανώνει το Σύλλογο Ελληνικών Μουσικών Τεχνών με συνεργάτες το Μυριβήλη, το Δ. Βερναρδάκη, το Στρατή Παρασκευαΐδη, τον Παναγιώτη Νικήτα. Φεύγει και έρχεται στην Αθήνα. Ο Κόντογλου και ο Βάσος Δασκαλάκης είχαν αρχίσει την έκδοση του περιοδικού «Φιλική Εταιρία», αλλά δυσκολεύτηκαν και το εγκατέλειψαν στο 4ο τεύχος. Ο Δούκας μέσω του φίλου του Ανδρέα Τριγγέτα βρίσκει χρηματοδότη, τον Άγγελο Καμπά, ιδρύει την εταιρία διακοσμητικών τεχνών με συνεργάτες τον Κόντογλου και τον Παπαλουκά και εκδίδει τα τεύχη 4, 5 και 6. Η εκτίμηση του Δούκα για το περιοδικό αυτό είναι τούτη: «Το περιοδικό τούτο δεν στάθηκε σταθμός ιστορικός όπως άλλοτε η «Τέχνη», ο «Διόνυσος», η «Μούσα». Όμως με την επιμελημένη εμφάνιση και τον εξωτισμό του Κόντογλου, έφερε και τον αλητισμό του Χάμψουν, που πολύ επηρέασε τη λογοτεχνία μας (Δούκας, Κορνάρος, Λουντέμης κλπ.) που κάποτε τους χαρακτήρισες σαν «αετούς» μα δεν επισήμανες την καταβολή τους. Ο εξωτισμός του Κόντογλου πάλι έχει αναμφισβήτητα επηρεάσει τον εξωτισμό του Καζαντζάκη, του Μπαστιά και μέσω του Καζαντζάκη, του Μαγκλή και τόσους άλλους· στη «Φιλική Εταιρία» εμφανίστηκαν και αξιόλογες μελέτες όπως του Αυγέρη για τη μεταφυσική του Σολωμού, του Κ. Σφακιανάκη για τη βυζαντινή μουσική, του Πικιώνη για το λαϊκό σπίτι, τα «Γράμματα σε νέο φίλο μου» του υποφαινόμενου και το παρουσίασμα της Έλλης Αλεξίου με το πρώτο διήγημά της το «Φραντζέσκο» της». Σ’ αυτές τις πληροφορίες ας προστεθεί και η συνεργασία του Βάρναλη με αποσπάσματα από τους «Σκλάβους πολιορκημένους» πριν κυκλοφορήσει σε βιβλίο (1927) και με το κομμάτι του για τον Κεφαληνό το χαράκτη.
Μια δύσκολη αρρώστια του τον ανάγκασε να παρατήσει τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της Κιουτάχειας (1926-1927) και να καταφύγει στους δικούς του στη Θεσσαλονίκη. Παραθερίζει και παραχειμάζει στο Βέρμιο. Δοκιμάζει να ζωγραφίσει. «Η παράξενη τούτη προτίμησή μου, γράφει, όπως τη χαρακτήρισε ο Βέλμος στο «Φραγκέλιό» του —ένα βιολί του Εγκρ, που βάσταζε δυο χρόνοι 1927-1929,— αιτία είχε την άσκησή μου να προσέχω, γιατί όπως αφαιρούμουνα από τη σκέψη, δεν παρατηρούσα τα πράγματα, κι ο άλλος λόγος ήταν να καταστήσω τη ζωγραφική ένα όπλο για τις περιοδείες μου που τις είχα συλλάβει ήδη από το Άγιον Όρος».
Μετά την αποκατάσταση της υγείας του η εφημερίδα «Μακεδονία» τον στέλνει να περιοδεύσει τη Βόρειο Ελλάδα. Ένα έγγραφο της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας προς τους προέδρους των κοινοτήτων και των δημάρχων τους συσταίνει να τον εξυπηρετήσουν στην «εθνική από πάσης απόψεως αποστολήν» του. Πραγματοποίησε δυο περιοδείες κι απ’ αυτές βγήκε όχι μόνο ο «Αιχμάλωτος», ο «Οδοιπόρος» και όλα σχεδόν τα δημοσιεύματα, αλλά και η ζωγραφική του έκθεση στο «Λύκειο των Ελληνίδων» (1930).
Στη δεύτερη δεκαετία του μεσοπόλεμου το ιδιαίτερα διαφορετικό που παρουσιάζει στη δράση του είναι η συμμετοχή του στην ίδρυση της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών και στην έκδοση του περιοδικού «Το τρίτο μάτι» (1935-1937). Με την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών κάνει την είσοδό του στο συνδικαλισμό των διανοούμενων. Ρωτώντας τον για τον πεζογράφο Σαράβα μου απάντησε με τα παρακάτω: «Μια μέρα είχα δημοσιεύσει ήδη την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» και το «Εις εαυτόν», τον βρήκα μαζί με το Βουτυρά έξω από την Εθνική Τράπεζα και μου πρότειναν να γίνω μέλος της Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών που τότε ιδρυτές της και πρόεδρος ήταν ο Βουτυράς και γενικός γραμματέας ο Σαρόβας· δέχτηκα και γράφτηκα μέλος της ενώσεως που λειτούργησε από το 1932-1934. Μετά όμως που παρέλαβε ο Πριονιστής και δέχτηκε (;) στην ένωση κάθε καρυδιάς καρύδι αποσχιστήκαμε και με πρωτεργάτη το Μελαχρινό και τον κύκλο της Δεξαμενής ιδρύσαμε την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών. Αξιοσημείωτη ήταν η μάχη που δόθηκε τότε αν επιδίωξη της εταιρίας είναι τα ηθικά οφέλη ή τα υλικά. Ο Πικρός κι εγώ είμαστε για τα δεύτερα, ο πρόεδρος Αργυρόπουλος για τα πρώτα, οπότε ο πάντοτε συμβιβαστής Ξενόπουλος πρότεινε για σκοπό της και τα δυο, που έγινε δεκτό από την ολομέλεια».
Για το περιοδικό «Το τρίτο μάτι» έχει να πει πως δεν είχε καμιά κοινωνιστική ιδεολογία. Συνεπώς περιορίζοντας την ανανέωση στη φόρμα είχε διαφορετική ιδεολογία. «Ήρθε για μια ανανέωση τόσο στον τομέα των πλαστικών τεχνών όσο και γενικότερα τον πνευματικό. Ήταν ένα περιοδικό της «Αβάν γκάρ», ένα νεωτεριστικό της πρωτοπορίας». Ο Δούκας ως τον πόλεμο και την κατοχή, στην εξέταση των προβλημάτων της τέχνης, δεν πήγαινε πέρα από την άδολη τεχνική της, δεν έθετε σκοπούς ηθικούς, ιδεολογικούς, κοινωνικούς. Το περιοδικό αυτό που το ποδηγέτησε στα πρώτα του βήματα θα χαράξει δυο αντίθετες ουσιαστικά κατευθύνσεις —μια προς τη λαϊκή τέχνη και μια άλλη προς της μοντέρνα μέχρι αφηρημένη τέχνη— που οι παράλληλες τους ενώνονται στο βάθος προοπτικά, όπου η λαϊκή τέχνη, αδειάζοντας από το περιεχόμενό της, καταντούσε απλή γραφικότητα. Στο τέλος το οικειοποιήθηκε το περιοδικό ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας με τη συντροφιά του αγνοώντας το Δούκα. Για μια ακόμα φορά δούλεψε για τους άλλους.
Ο Στρατής Δούκας πέθανε με το παράπονο και την πίκρα του παραγκωνισμένου. Από κείνους μάλιστα που ωφελήθηκαν από την προσφορά του, που τον εκμεταλλεύτηκαν. Από αυτούς που συνεχώς εκσυγχρονίζονταν στα ζητήματα της φόρμας, μα που στα ζητήματα των ιδεών και των κοινωνικών σκοπών της τέχνης μέναν στάσιμοι, σχετικά με την ιστορική εξέλιξη, ή και οπισθοδρομούσαν. Γράφει: «Γι’ αυτούς δεν υπήρξαμε λογοτέχνες παρά καραγωγείς». Αργά το είχε καταλάβει. Και σ’ αυτό μάλλον είχε φταίξει η προσήλωσή του σε διαμορφωμένες αντιλήψεις από τα χρόνια του γυμνασίου και του πανεπιστημίου, ανακατωμένες με εκκλησία και λαογνωσία.
Η πρώτη δεκαετία του μεσοπολέμου τόσο σημαντική για τα καινούργια ιδεολογικά ρεύματα, για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, για τη νέα στροφή που έδωσε με την παρουσία του το Κομμουνιστικό Κόμμα στην πολιτική και πνευματική ζωή του τόπου, για το Δούκα πέρασε χωρίς να τον συγκλονίσει. Οπωσδήποτε κάποιες διεργασίες γίνονταν μέσα του, αλλά με πολύ αργό ρυθμό, ανεπαίσθητα. Στην ερώτηση πώς συνέβηκε αυτό, απαντούσε με κάποια δυσφορία: Και ο Γληνός έπρεπε πρώτα ν’ απογοητευτεί από τα αστικά κόμματα κ’ ύστερα να προσχωρήσει. Ακόμα κι ο Βάρναλης ο τόσο έξυπνος τσινούσε! Και ο Κορδάτος που διέθετε ένα οξύ κριτικό μυαλό… Ωστόσο έστω και με μικρά βήματα ο Δούκας προχωρούσε.
Δεν έμεινε αμετακίνητος όπως ο κύκλος των αστών διανοουμένων. «Σε ποιο ρεύμα ανήκα; γράφει· μιας εξαρχής συνειδητά στο προοδευτικό ρεύμα. Μα όταν, όπως ο Γληνός, κατάλαβα πως το αστικό κρότος δεν μπορούσε να λύσει ριζικά τα προβλήματα του προσεχώρησα όπως εκείνος αμέσως μετά την Κατοχή».
Από χρόνια ο Δούκας δεν μπορούσε πια —λόγω της μεγάλης ηλικίας του— να προσθέσει κάτι άλλο καλύτερο από κείνο που είχε προσφέρει. Και δεν πρόσφερε μόνο την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», μα και το «Οδοιπορικό». Πρωτότυπος μέσα στην ελληνική λογοτεχνία υπήρξε με τα «Γράμματα σ’ ένα νέο μου φίλο» και με άλλα όμοια του βιβλιαράκια. Ο Δούκας πριν γίνει γνωστός ο στρατηγός Μακρυγιάννης με τα «Απομνημονεύματά» του στράφηκε προς τη λαϊκή λογοτεχνική γλώσσα και το λαϊκό συντακτικό επηρεασμένος από το κήρυγμα του λαογράφου Νικόλαου Πολίτη. Σημαντική είναι η συμβολή του στην τεχνοκριτική. Πολλά οφείλει η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών στο Δούκα. Ίσως, αν όχι ένα αγαλματάκι, ένα πορτραίτο του θα πρέπει να αναρτηθεί στα γραφεία της. Στην τέχνη δεν είναι εύκολο να είναι κανείς κάποιος. Και ο Δούκας Στρατής ήταν.
Δείτε ακόμα:
Το διήγημα της Πέμπτης: «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback